Back to Mood information

Examples of word types for each Mood value :

The word types shown below are ordered by token frequency in the treebank.

Lemma Morphosyntactic
Attributes
Mood
Ind NA Imp Sub Opt
εἰμί 2;Past;Sing ἦσθα - - - -
εἰμί 3;Past;Sing ἦν - - - -
εἰμί Masc;Nom;Plur;Pres - ἐόντες - - -
εἰμί 3;Past;Plur ἦσαν - - - -
εἰμί 3;Pres;Sing ἐστὶ - ἔστω εἴη
εἰμί Fut - ἔσσεσθ̓ - - -
εἰμί 2;Pres;Sing ἐσσί - - ᾖς εἴης
εἰμί Pres - ἔμμεναι - - -
εἰμί Acc;Masc;Pres;Sing - ὄντα - - -
εἰμί 3;Fut;Plur ἔσονται - - - -
εἰμί 3;Plur;Pres εἰσὶ - ἔστων ἔωσιν εἶεν
εἰμί Masc;Nom;Pres;Sing - ὢν - - -
εἰμί Neut;Nom;Pres;Sing - ἐὸν - - -
εἰμί 3;Fut;Sing ἔσται - - - -
εἰμί Gen;Masc;Plur;Pres - ὄντων - - -
εἰμί Fem;Nom;Pres;Sing - οὖσ̓ - - -
εἰμί 2;Plur;Pres ἐστε - ἔστε - -
εἰμί Gen;Neut;Pres;Sing - ἐόντος - - -
εἰμί 1;Pres;Sing εἰμι - - εἴην
εἰμί Fem;Gen;Pres;Sing - ἐούσης - - -
εἰμί Acc;Masc;Plur;Pres - ὄντας - - -
εἰμί Gen;Masc;Pres;Sing - ἐόντος - - -
εἰμί 3;Dual;Past ἤστην - - - -
εἰμί Acc;Fem;Pres;Sing - ἐοῦσαν - - -
εἰμί Dat;Masc;Pres;Sing - ὄντι - - -
εἰμί 1;Past;Sing ἔσκον - - - -
εἰμί 2;Fut;Sing ἔσσεαι - - - -
εἰμί Fem;Nom;Plur;Pres - οὖσαι - - -
εἰμί Dual;Masc;Nom;Pres - ἐόντ̓ - - -
εἰμί Dat;Neut;Plur;Pres - οὖσι - - -
εἰμί Neut;Nom;Plur;Pres - ἐόντα - - -
εἰμί Acc;Neut;Pres;Sing - ἐόν - - -
εἰμί 1;Plur;Pres εἰμὲν - - - -
εἰμί 2;Dual;Pres ἐστὸν - - - -
εἰμί 1;Fut;Sing ἔσσομαι - - - -
εἰμί Fem;Gen;Plur;Pres - ἐουσέων - - -
εἰμί Acc;Fem;Fut;Sing - ἐσομένην - - -
εἰμί 2;Fut;Plur ἔσεσθε - - - -
εἰμί Acc;Neut;Plur;Pres - ἐόντα - - -
εἰμί 1;Past;Plur ἦμεν - - - -
εἰμί Acc;Fem;Plur;Pres - οὔσας - - -
εἰμί 2;Past;Plur ἦσθ̓ - - - -
εἰμί Dat;Fem;Plur;Pres - οὔσαις - - -
εἰμί Dat;Neut;Pres;Sing - ὄντι - - -
ἔχω 3;Past;Sing ἔχ̓ - - - -
ἔχω 3;Dual;Past ἐσχεθέτην - - - -
ἔχω 2;Pres;Sing ἔχεις - ἔχ̓ ἔχῃσθα ἔχοις
ἔχω Fut - σχήσεσθ̓ - - -
ἔχω 3;Pres;Sing ἔχει - ἐχέτω ἔχῃ ἔχοι
ἔχω Pres - ἔχειν - - -
ἔχω 3;Fut;Sing ἕξει - - - -
ἔχω Masc;Nom;Pres;Sing - ἔχων - - -
ἔχω 1;Plur;Pres ἔχομεν - - ἐχώμεθα -
ἔχω Past - σχεθέειν - - -
ἔχω Dat;Masc;Plur;Pres - ἔχουσι - - -
ἔχω Acc;Masc;Plur;Pres - ἔχοντας - - -
ἔχω 3;Plur;Pres ἔχουσι - - ἔχωσι ἔχοιεν
ἔχω Masc;Nom;Plur;Pres - ἔχοντες - - -
ἔχω 3;Past;Plur ἔχον - - - σχοίατ̓
ἔχω Fem;Nom;Plur;Pres - ἔχουσαι - - -
ἔχω 1;Pres;Sing ἔχω - - ἔχω ἔχοιμι
ἔχω 2;Plur;Pres - - ἔχεθ̓ - -
ἔχω Fem;Plur;Pres;Voc - ἔχουσαι - - -
ἔχω Acc;Neut;Pres;Sing - ἔχον - - -
ἔχω Dat;Masc;Pres;Sing - ἔχοντι - - -
ἔχω Gen;Neut;Plur;Pres - ἐχόντων - - -
ἔχω Fem;Pres;Sing;Voc - ἔχουσα - - -
ἔχω Acc;Masc;Pres;Sing - ἔχονθ̓ - - -
ἔχω Fem;Nom;Pres;Sing - ἔχουσα - - -
ἔχω 2;Past;Plur ἔσχετε - σχέσθε - -
ἔχω 1;Past;Sing ἔσχον - - - -
ἔχω Acc;Fem;Fut;Sing - ἕξουσαν - - -
ἔχω 1;Fut;Sing ἕξω - - - -
ἔχω Gen;Masc;Pres;Sing - ἔχοντος - - -
ἔχω Neut;Nom;Pres;Sing - ἔχον - - -
ἔχω 3;Fut;Plur σχήσουσιν - - - -
ἔχω Masc;Pres;Sing;Voc - ἔχων - - -
ἔχω Gen;Masc;Plur;Pres - ἐχόντων - - -
ἔχω 2;Past;Sing ἔσχες - σχέο - -
ἔχω Acc;Fem;Pres;Sing - ἔχουσαν - - -
ἔχω 1;Fut;Plur ἕξομεν - - - -
ἔχω Fem;Nom;Past;Sing - σχοῦσα - - -
ἔχω Acc;Fem;Plur;Pres - ἐχούσας - - -
ἔχω 1;Past;Plur εἴχομεν - - σχῶμεν -
ἔχω Neut;Nom;Plur;Pres - ἐχόμενα - - -
ἔχω 3;Dual;Pres ἔχετον - - - -
ἔχω 2;Fut;Plur σχήσεσθε - - - -
φημί 3;Past;Sing ἔφησεν - - - -
φημί 3;Pres;Sing φησι - - - φαίη
φημί 2;Past;Sing ἔφησθα - - - -
φημί 3;Past;Plur ἔφασαν - - - -
φημί 3;Plur;Pres φασ̓ - - - -
φημί 1;Pres;Sing φημὶ - - - φαίην
φημί 2;Pres;Sing φής - - - φαίης
φημί 1;Past;Sing ἔφην - - - -
φημί Pres - φάσθαι - - -
φημί 1;Sing - - - φῶ -
φημί Fem;Nom;Pres;Sing - φαμένη - - -
φημί Gen;Masc;Pres;Sing - φαμένου - - -
φημί 1;Past;Plur φάμεν - - - -
φημί Masc;Nom;Pres;Sing - φάμενος - - -
φημί Gen;Masc;Plur;Pres - φαμένων - - -
φημί Masc;Nom;Past;Plur - φήσαντες - - -
φημί 3;Fut;Sing φήσει - - - -
γίγνομαι Gen;Masc;Pres;Sing - γινομένου - - -
γίγνομαι Fem;Nom;Past;Plur - γεγονυῖαι - - -
γίγνομαι Fem;Nom;Past;Sing - γενομένη - - -
γίγνομαι 3;Past;Plur ἐγένοντο - - γένωνται γενοίατο
γίγνομαι 3;Pres;Sing γίνεται - - - -
γίγνομαι Acc;Neut;Past;Sing - γενόμενον - - -
γίγνομαι Neut;Nom;Past;Sing - γενόμενον - - -
γίγνομαι Fem;Gen;Pres;Sing - γιγνομένης - - -
γίγνομαι Masc;Nom;Past;Sing - γενόμενος - - -
γίγνομαι Past - γενέσθαι - - -
γίγνομαι 3;Past;Sing γένετ̓ - γενέσθω γένηται γένοιτο
γίγνομαι Pres - γίνεσθαι - - -
γίγνομαι Acc;Masc;Past;Plur - γεγονότας - - -
γίγνομαι Masc;Nom;Pres;Sing - γινόμενος - - -
γίγνομαι Fem;Gen;Past;Plur - γενομένων - - -
γίγνομαι 1;Past;Sing γενόμην - - γένωμαι γενοίμαν
γίγνομαι Masc;Nom;Past;Plur - γενόμενοι - - -
γίγνομαι Gen;Masc;Past;Sing - γενομένου - - -
γίγνομαι Gen;Masc;Past;Plur - γενομένων - - -
γίγνομαι Acc;Fem;Past;Sing - γενομένην - - -
γίγνομαι 2;Past;Sing γένευ - γενοῦ γένῃ γένοἰ
γίγνομαι 3;Pqp;Sing ἐγεγόνεε - - - -
γίγνομαι Acc;Masc;Past;Sing - γενόμενον - - -
γίγνομαι Fem;Gen;Past;Sing - γενομένης - - -
γίγνομαι 3;Plur;Pres γίνονται - - - -
γίγνομαι 3;Plur;Pqp ἐγεγόνεσαν - - - -
γίγνομαι Gen;Neut;Past;Sing - γενομένου - - -
γίγνομαι Gen;Masc;Plur;Pres - γινομένων - - -
γίγνομαι 3;Fut;Sing γενήσεται - - - -
γίγνομαι Acc;Neut;Past;Plur - γενόμενα - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Past;Plur - γενομένοις - - -
γίγνομαι Neut;Nom;Pres;Sing - γιγνόμενον - - -
γίγνομαι 1;Past;Plur - - - γενώμεθα γενοίμεθα
γίγνομαι Gen;Neut;Pres;Sing - γινομένου - - -
γίγνομαι 3;Dual;Past γενέσθην - - - -
γίγνομαι Gen;Neut;Plur;Pres - γινομένων - - -
γίγνομαι 2;Past;Plur ἐγένεσθε - - - γένοισθε
γίγνομαι Acc;Neut;Pres;Sing - γινόμενον - - -
γίγνομαι Acc;Fem;Past;Plur - γενομένας - - -
γίγνομαι Neut;Nom;Plur;Pres - γινόμενα - - -
γίγνομαι Fem;Gen;Plur;Pres - γινομένων - - -
γίγνομαι Gen;Neut;Past;Plur - γενομένων - - -
γίγνομαι Dat;Fem;Past;Sing - γενομένῃ - - -
γίγνομαι 2;Plur;Pres - - γίνεσθε - -
γίγνομαι Acc;Masc;Pres;Sing - γιγνόμενόν - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Pres;Sing - γιγνομένῳ - - -
γίγνομαι Fem;Nom;Plur;Pres - γινόμεναι - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Past;Sing - γεγονότα - - -
γίγνομαι Neut;Nom;Past;Plur - γενόμενα - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Plur;Pres - γιγνομένοισιν - - -
εἶπον Masc;Nom;Past;Sing εἶπας εἰπὼν - - -
εἶπον Acc;Masc;Past;Sing - εἰπόντα - - -
εἶπον 3;Past;Sing εἶπε - - εἴπῃσιν εἴποι
εἶπον Past - εἰπεῖν - - -
εἶπον 2;Past;Sing ἔειπες - εἰπὲ εἴπῃς εἴποις
εἶπον 3;Past;Plur ἔειπον - - - -
εἶπον Gen;Masc;Past;Sing - εἰπόντος - - -
εἶπον 1;Past;Sing εἶπον - - εἴπω εἴποιμ̓
εἶπον 2;Past;Plur - - ἔσπετε - -
εἶπον Dual;Masc;Nom;Past - εἰπόντε - - -
εἶπον Fem;Nom;Past;Sing - εἰποῦσα - - -
εἶπον Masc;Nom;Past;Plur - εἰπόντες - - -
λέγω Masc;Nom;Pres;Sing - λέγων - - -
λέγω Gen;Neut;Plur;Pres - λεγομένων - - -
λέγω 3;Pres;Sing λέγεται - - - λέγοι
λέγω Dat;Masc;Plur;Pres - λεγομένοισι - - -
λέγω 2;Pres;Sing λέγεις - λέγ̓ λέγῃς λέγοις
λέγω 1;Pres;Sing λέγω - - λέγω λέγοιμ̓
λέγω 3;Plur;Pres λέγουσι - λεγόντων λέγωσι λέγοιεν
λέγω 2;Fut;Sing λέξεις - - - -
λέγω Past - λέξαι - - -
λέγω 3;Past;Sing ἐλέχθη - - - λέξειεν
λέγω Acc;Neut;Plur;Pres - λεγόμενα - - -
λέγω Masc;Nom;Plur;Pres - λέγοντες - - -
λέγω 3;Past;Plur λέγοντο - λεξάσθων - -
λέγω Pres - λέγειν - - -
λέγω Dat;Fem;Past;Plur - λεχθείσῃσι - - -
λέγω 2;Past;Sing ἔλεξας - λέξον - -
λέγω Acc;Neut;Past;Sing - λεχθὲν - - -
λέγω Acc;Fem;Plur;Pres - λεγομένας - - -
λέγω Gen;Masc;Pres;Sing - λέγοντος - - -
λέγω Dat;Masc;Pres;Sing - λέγοντι - - -
λέγω Neut;Nom;Plur;Pres - λεγόμενα - - -
λέγω 1;Fut;Sing λέξω - - - -
λέγω Fut - λέξειν - - -
λέγω 1;Fut;Plur λέξομεν - - - -
λέγω Gen;Masc;Plur;Pres - λεγομένων - - -
λέγω 1;Past;Sing ἔλεξα - - λέξω λέξαιμ̓
λέγω Past;Sing - - λέξεο - -
λέγω 1;Plur;Pres - - - λέγωμεν -
λέγω Masc;Nom;Past;Sing - λέξας - - -
λέγω Gen;Masc;Past;Sing - λέξαντος - - -
λέγω 3;Dual;Past λεξάσθην - - - -
λέγω Dat;Fem;Pres;Sing - λεγούσῃ - - -
λέγω 2;Plur;Pres - - λέγεσθε - -
λέγω Acc;Neut;Pres;Sing - λεγόμενον - - -
ἔρχομαι 3;Past;Sing ἦλθεν - - ἔλθῃ ἔλθοι
ἔρχομαι Masc;Nom;Pres;Sing - ἐρχόμενος - - -
ἔρχομαι 3;Past;Plur ἦλθον - - ἔλθωσιν -
ἔρχομαι Past - ἐλθεῖν - - -
ἔρχομαι 2;Past;Sing εἰλήλουθας - ἐλθὲ ἔλθῃς ἔλθοις
ἔρχομαι Acc;Masc;Past;Sing - ἐλθόντ̓ - - -
ἔρχομαι Neut;Nom;Past;Sing - ἐλθὸν - - -
ἔρχομαι 1;Past;Sing ἦλθον - - ἔλθω -
ἔρχομαι Fem;Gen;Plur;Pres - ἐρχομενάων - - -
ἔρχομαι 2;Plur;Pres - - ἔρχεσθ̓ - -
ἔρχομαι 3;Pqp;Sing εἰληλούθει - - - -
ἔρχομαι Masc;Nom;Past;Sing - ἐλθὼν - - -
ἔρχομαι 3;Pres;Sing ἔρχεται - - - -
ἔρχομαι 2;Pres;Sing ἔρχεαι - ἔρχευ - -
ἔρχομαι Fem;Nom;Past;Sing - ἐλθοῦσα - - -
ἔρχομαι Fem;Nom;Plur;Pres - ἐρχόμεναι - - -
ἔρχομαι Gen;Masc;Plur;Pres - ἐρχομένων - - -
ἔρχομαι Gen;Masc;Past;Sing - ἐλθόντος - - -
ἔρχομαι Dat;Neut;Past;Plur - ἐλθοῦσι - - -
ἔρχομαι Dat;Masc;Pres;Sing - ἐρχομένῳ - - -
ἔρχομαι 3;Fut;Plur ἐλεύσονται - - - -
ἔρχομαι Gen;Neut;Past;Sing - ἐλθόντος - - -
ἔρχομαι Fem;Gen;Past;Sing - ἐλθούσας - - -
ἔρχομαι 3;Fut;Sing ἐλεύσεται - - - -
ἔρχομαι Masc;Nom;Past;Plur - ἐλθόντες - - -
ἔρχομαι 1;Fut;Sing ἐλεύσομαι - - - -
ἔρχομαι Dat;Masc;Past;Sing - ἐλθόντι - - -
ἔρχομαι 3;Plur;Pres ἔρχονται - - - -
ἔρχομαι Pres - ἔρχεσθ̓ - - -
ἔρχομαι 2;Past;Plur ἤλθετε - ἔλθετε ἔλθητε -
ἔρχομαι Acc;Fem;Past;Sing - ἐλθοῦσαν - - -
ἔρχομαι Dat;Masc;Plur;Pres - ἐρχομένοισιν - - -
ἔρχομαι Fem;Nom;Pres;Sing - ἐρχομένη - - -
ἔρχομαι 1;Fut;Plur ἐλευσόμεθ̓ - - - -
ἔρχομαι 1;Pres;Sing ἔρχομαι - - - -
ἔρχομαι 1;Past;Plur ἠλύθομεν - - - -
ἔρχομαι 2;Dual;Pres - - ἔρχεσθον - -
ἔρχομαι Fut - ἐλεύσεσθαι - - -
ἔρχομαι Dual;Masc;Nom;Past - ἐλθόντε - - -
ἔρχομαι Neut;Nom;Past;Plur - ἐλθόντα - - -
ἵστημι Masc;Nom;Past;Plur - ἑσταότες - - -
ἵστημι 3;Past;Sing ἔστησε - ἑστάτω στήῃ στήσειε
ἵστημι 3;Pqp;Sing ἑστήκει - - - -
ἵστημι 1;Fut;Sing στήσω - - - -
ἵστημι Masc;Nom;Pres;Sing - ἱστάμενος - - -
ἵστημι Masc;Nom;Past;Sing - στὰς - - -
ἵστημι Fem;Nom;Pres;Sing - ἱσταμένη - - -
ἵστημι 3;Plur;Pqp ἕστασαν - - - -
ἵστημι 3;Dual;Past στήτην - - - -
ἵστημι Past - στήσασθαι - - -
ἵστημι 1;Past;Plur στῆμεν - - στέωμεν -
ἵστημι 3;Past;Plur ἔστησαν - - - σταίησαν
ἵστημι 3;Pres;Sing ἵστησιν - - - -
ἵστημι 2;Past;Sing ἔστης - στῆσον στήῃς -
ἵστημι Fem;Nom;Past;Sing - σταθεῖσ̓ - - -
ἵστημι 2;Plur;Pres - - ἵστασθε - -
ἵστημι 1;Fut;Plur στησόμεθ̓ - - - -
ἵστημι 1;Pres;Sing ἵσταμαι - - - -
ἵστημι Acc;Masc;Past;Sing - ἑσταότ̓ - - -
ἵστημι Acc;Fem;Past;Sing - στᾶσαν - - -
ἵστημι Gen;Masc;Pres;Sing - ἱσταμένου - - -
ἵστημι 2;Past;Plur ἔστητε - ἕστατε - -
ἵστημι Fem;Nom;Plur;Pres - ἱστάμεναι - - -
ἵστημι 2;Pres;Sing ἵστασ̓ - ἵστασ̓ - -
ἵστημι Gen;Masc;Past;Plur - ἑσταότων - - -
ἵστημι 3;Fut;Plur στήσονται - - - -
ἵστημι Dual;Masc;Nom;Past - στάντε - - -
ἵστημι 2;Dual;Past - - ἕστατον - -
ἵστημι 1;Past;Sing στῆν - - - -
ἵστημι Gen;Neut;Pres;Sing - ἱσταμένοιο - - -
ἵστημι 1;Plur;Pres - - - ἱστώμεσθα -
ἵστημι Fut - στήσεσθαι - - -
ἵστημι Pres - ἵστασθαι - - -
ἵστημι Masc;Nom;Plur;Pres - ἱστάμενοι - - -
ἵστημι Acc;Neut;Past;Plur - ἑσταότ̓ - - -
εἶμι 1;Pres;Sing εἶμ̓ - - ἴω -
εἶμι Masc;Nom;Plur;Pres - ἰόντες - - -
εἶμι 3;Past;Sing ἤϊ̓ - - - -
εἶμι Pres - ἰέναι - - -
εἶμι 3;Pres;Sing εἶσι - ἴτω ἴῃσιν ἰείη
εἶμι Acc;Neut;Pres;Sing - ἰὸν - - -
εἶμι 3;Plur;Pres ἴασιν - - - -
εἶμι 3;Past;Plur ἴσαν - - - -
εἶμι Masc;Nom;Pres;Sing - ἰὼν - - -
εἶμι 2;Plur;Pres - - ἴθ̓ - -
εἶμι 2;Pres;Sing εἶς - ἴθι ἴῃσθα -
εἶμι Acc;Masc;Pres;Sing - ἰόντα - - -
εἶμι 1;Plur;Pres ἴμεν - - ἴωμεν -
εἶμι Fem;Nom;Pres;Sing - ἰοῦσα - - -
εἶμι Acc;Fem;Plur;Pres - ἰούσας - - -
εἶμι 3;Dual;Pres ἴτον - - - -
εἶμι Dat;Masc;Plur;Pres - ἰοῦσι - - -
εἶμι Dat;Masc;Pres;Sing - ἰόντι - - -
εἶμι 3;Dual;Past ἐεισάσθην - - - -
εἶμι Acc;Masc;Plur;Pres - ἰόντας - - -
εἶμι Fem;Gen;Pres;Sing - ἰούσης - - -
εἶμι Fem;Nom;Plur;Pres - ἰοῦσαι - - -
εἶμι 1;Fut;Sing εἴσομαι - - - -
εἶμι Dual;Masc;Nom;Pres - ἰόντε - - -
εἶμι Dat;Fem;Pres;Sing - ἰούσῃ - - -
εἶμι 1;Past;Sing ἤια - - - -
εἶμι Gen;Masc;Plur;Pres - ἰόντων - - -
δίδωμι 2;Past;Sing ἔδωκας - δὸς - -
δίδωμι 3;Past;Sing ἔδωκε - δότω δώῃ δοίη
δίδωμι Masc;Nom;Past;Sing - δοὺς - - -
δίδωμι 2;Pres;Sing διδοῖσθα - δίδου - -
δίδωμι 1;Fut;Sing δώσω - - - -
δίδωμι Masc;Nom;Past;Plur - δόντες - - -
δίδωμι Masc;Nom;Pres;Sing - διδοὺς - - -
δίδωμι 3;Fut;Sing δώσει - - - -
δίδωμι 3;Fut;Plur δώσουσι - - - -
δίδωμι Fut - δώσειν - - -
δίδωμι 1;Past;Sing δῶκα - - - δοίην
δίδωμι 1;Pres;Sing δίδωμι - - - -
δίδωμι 1;Past;Plur δόμεν - - δώομεν δοῖμεν
δίδωμι 3;Past;Plur δόσαν - - δώωσ̓ δοῖεν
δίδωμι Past - δόμεν - - -
δίδωμι 3;Pres;Sing διδοῖ - - - -
δίδωμι Gen;Masc;Past;Plur - δεδωκότων - - -
δίδωμι 2;Fut;Sing δώσεις - - - -
δίδωμι Gen;Masc;Past;Sing - δόντος - - -
δίδωμι 2;Past;Plur - - δότε - -
δίδωμι 1;Plur;Pres δίδομεν - - - -
δίδωμι 3;Plur;Pres διδοῦσιν - - - -
δίδωμι Fem;Gen;Pres;Sing - διδούσης - - -
δίδωμι Pres - δίδοσθαι - - -
δίδωμι Fem;Gen;Past;Sing - δεδομένης - - -
εἶδον Masc;Nom;Past;Sing - ἰδὼν - - -
εἶδον 3;Past;Sing ἴδε - - ἴδητ̓ ἴδοιτο
εἶδον 2;Past;Sing εἶδες - ἴδε ἴδῃ ἴδοις
εἶδον 1;Past;Sing εἶδον - - ἴδωμαι ἴδοιμι
εἶδον Past - ἰδέσθαι - - -
εἶδον 2;Past;Plur ἴδεθ̓ - ἴδετε ἴδησθε -
εἶδον Fem;Nom;Past;Sing - ἰδοῦσα - - -
εἶδον 3;Past;Plur εἶδον - - ἴδωνται ἰδοίατο
εἶδον Masc;Nom;Past;Plur - ἰδόμενοι - - -
εἶδον Acc;Masc;Past;Sing - ἰδόντ̓ - - -
εἶδον Dat;Masc;Past;Plur - ἰδοῦσιν - - -
εἶδον 1;Past;Plur εἶδόν - - ἴδωμεν -
αἱρέω 3;Pqp;Sing ἀραίρητο - - - -
αἱρέω Masc;Nom;Past;Plur - ἑλόμενοι - - -
αἱρέω 2;Pres;Sing - - αἱροῦ - -
αἱρέω Masc;Nom;Past;Sing - ἑλὼν - - -
αἱρέω 1;Past;Sing ἕλον - - ἕλωμαι ἕλοιμί
αἱρέω 1;Past;Plur εἵλομεν - - ἕλωμεν ἑλοίμεθα
αἱρέω 3;Past;Sing εἷλεν - ἑλέσθω ἕληται ἕλοι
αἱρέω Fut - ἑλεῖν - - -
αἱρέω 3;Past;Plur ἕλον - - ἕλωνται ἕλοιεν
αἱρέω Past - ἑλεῖν - - -
αἱρέω Fem;Nom;Past;Sing - ἑλοῦσα - - -
αἱρέω 3;Pres;Sing αἱρέεται - αἱρείτω - -
αἱρέω 1;Fut;Plur αἱρήσομεν - - - -
αἱρέω 2;Past;Plur - - ἕλεσθε ἕλητε -
αἱρέω 2;Past;Sing εἵλευ - ἕλευ ἕλῃς ἕλοις
αἱρέω Acc;Masc;Past;Plur - ἑλομένους - - -
αἱρέω 3;Dual;Past ἑλέτην - - - -
αἱρέω Dual;Masc;Nom;Past - ἑλόντ̓ - - -
αἱρέω Acc;Masc;Past;Sing - ἑλόντ̓ - - -
αἱρέω 3;Fut;Sing αἱρήσει - - - -
ποιέω 3;Past;Plur ἐποιήσαντο - - - -
ποιέω 3;Past;Sing πεποίηται - - ποιήσῃ ποιήσειεν
ποιέω 3;Pres;Sing ποεῖ - - ποιέῃ -
ποιέω 2;Past;Sing ἐποίησας - ποίησον ποήσῃς -
ποιέω 2;Fut;Sing ποήσεις - - - -
ποιέω Masc;Nom;Pres;Sing ποιέων ποιούμενος - - -
ποιέω Past - ποιήσασθαι - - -
ποιέω 1;Past;Sing ἐποιεύμην - - ποήσω ποιήσαιμι
ποιέω 3;Pqp;Sing ἐπεποιήκεε - - - -
ποιέω Masc;Nom;Past;Sing - ποιησάμενος - - -
ποιέω Pres - ποιέειν - - -
ποιέω 2;Pres;Sing ποεῖς - ποίεε - -
ποιέω Fut - ποιήσειν - - -
ποιέω Acc;Neut;Plur;Pres - ποιεύμενα - - -
ποιέω Dat;Masc;Past;Plur - ποιήσασι - - -
ποιέω Fem;Nom;Past;Sing - ποιησαμένη - - -
ποιέω Acc;Masc;Plur;Pres - ποιεῦντας - - -
ποιέω Masc;Nom;Plur;Pres - ποιεῦντες - - -
ποιέω 1;Pres;Sing ποιέω - - ποιέω -
ποιέω Gen;Masc;Past;Sing - πεποιηκότος - - -
ποιέω Dat;Neut;Plur;Pres - ποιευμένοισι - - -
ποιέω 1;Fut;Sing ποιήσομαι - - - -
ποιέω Acc;Neut;Past;Sing - ποιηθέν - - -
ποιέω 3;Plur;Pres ποιεῦσι - - - -
ποιέω Neut;Nom;Past;Sing - πεποιημένον - - -
ποιέω Gen;Neut;Past;Sing - ποιήσαντος - - -
ποιέω Masc;Nom;Past;Plur - ποιησάμενοι - - -
ποιέω 2;Fut;Plur ποιήσετε - - - -
ποιέω Gen;Masc;Past;Plur - ποιησάντων - - -
ποιέω Acc;Neut;Pres;Sing - ποιούμενον - - -
ποιέω Fem;Nom;Pres;Sing - ποιουμένη - - -
ποιέω Fem;Nom;Past;Plur - ποιησάμεναι - - -
ποιέω Neut;Nom;Plur;Pres - ποιεόμενα - - -
ποιέω Acc;Masc;Past;Sing - ποιήσαντα - - -
ποιέω Dat;Neut;Past;Sing - πεποιημένῳ - - -
ποιέω Fem;Nom;Plur;Pres - ποιέουσαι - - -
φέρω 3;Past;Plur φέρον - - - -
φέρω 3;Fut;Plur οἴσουσι - - - -
φέρω Pres - φέρειν - - -
φέρω 2;Pres;Sing φέρεις - φέῤ φέρῃς φέροις
φέρω 3;Pres;Sing φέρει - φερέσθω φέρῃσι φέροιτο
φέρω 1;Pres;Sing φέρομαι - - φέρω φεροίμην
φέρω Masc;Nom;Plur;Pres - φέροντες - - -
φέρω 3;Plur;Pres φέρονται - - - φέροιντ̓
φέρω Masc;Nom;Pres;Sing - φέρων - - -
φέρω 2;Fut;Sing οἴσει - - - -
φέρω 3;Past;Sing ἔφερε - - ἐνέγκῃ -
φέρω Acc;Masc;Pres;Sing - φέροντα - - -
φέρω 3;Dual;Fut οἴσετον - - - -
φέρω 3;Dual;Pres - - φερέσθων - -
φέρω Masc;Nom;Past;Sing - ἐνείκας - - -
φέρω Acc;Neut;Plur;Pres - φέροντα - - -
φέρω 2;Plur;Pres - - φέρετ̓ - -
φέρω 1;Past;Sing φερόμην - - ἐνείκω -
φέρω 3;Fut;Sing οἴσει - - - -
φέρω Fut - οἰσέμεναι - - -
φέρω Fem;Nom;Pres;Sing - φέρουσα - - -
φέρω Gen;Masc;Plur;Pres - φερόντων - - -
φέρω 1;Plur;Pres φέρομεν - - φέρωμεν -
φέρω Fem;Nom;Plur;Pres - φέρουσαι - - -
φέρω Acc;Masc;Plur;Pres - φέροντας - - -
φέρω 1;Fut;Plur οἴσομεν - - - -
φέρω 2;Fut;Plur οἴσετε - - - -
φέρω Fut;Masc;Nom;Sing - οἰσόμενος - - -
φέρω Neut;Nom;Plur;Pres - φέροντά - - -
φέρω Neut;Nom;Pres;Sing - φέρον - - -
φέρω 2;Past;Plur - - οἴσετε - -
βάλλω Masc;Nom;Past;Sing - βαλὼν - - -
βάλλω 2;Pres;Sing βάλλεαι - βάλλεο - -
βάλλω 3;Past;Plur ἐβάλοντο - - - -
βάλλω 3;Past;Sing βάλεν - - βάλῃσιν -
βάλλω 3;Dual;Past βαλέτην - - - -
βάλλω 3;Pqp;Sing βεβλήκει - - - -
βάλλω 2;Fut;Plur βαλεῖτε - - - -
βάλλω Gen;Masc;Plur;Pres - βαλλομένων - - -
βάλλω Past - βαλεῖν - - -
βάλλω 1;Past;Sing ἔβαλόν - - βάλω -
βάλλω 3;Pres;Sing βάλλει - - - -
βάλλω Gen;Masc;Past;Sing - βλημένου - - -
βάλλω 2;Past;Sing βέβληαι - - βάλῃς βάλοισθα
βάλλω Fem;Nom;Pres;Sing - βαλλομένη - - -
βάλλω 1;Fut;Sing βαλῶ - - - -
βάλλω Acc;Masc;Past;Sing - βληθέντα - - -
βάλλω Fut - βαλέειν - - -
βάλλω Acc;Fem;Past;Plur - βαλούσας - - -
βάλλω Masc;Nom;Plur;Pres - βάλλοντες - - -
βάλλω 2;Plur;Pres - - βάλλετ̓ - -
βάλλω Pres - βαλλέμεν - - -
βάλλω Masc;Nom;Past;Plur - βεβλημένοι - - -
βάλλω Acc;Masc;Pres;Sing - βάλλονθ̓ - - -
βάλλω Dual;Masc;Nom;Past - βαλόντε - - -
βάλλω Neut;Nom;Plur;Pres - βαλλόμεν̓ - - -
βάλλω Gen;Neut;Plur;Pres - βαλλομένων - - -
βάλλω Dat;Masc;Past;Sing - βλημένῳ - - -
βάλλω Fem;Nom;Past;Sing - βαλοῦσα - - -
βάλλω Acc;Fem;Pres;Sing - βάλλουσαν - - -
τίθημι 3;Past;Sing τίθει - θέσθω θήῃ θείη
τίθημι 3;Past;Plur ἔθεντο - - - θεῖεν
τίθημι Past - θέμεν - - -
τίθημι 2;Pres;Sing - - τίθει τιθῇς -
τίθημι Acc;Masc;Pres;Sing - τιθήμενον - - -
τίθημι 2;Past;Plur ἔθεσθε - θέσθ̓ - -
τίθημι Masc;Nom;Pres;Sing - τιθεὶς - - -
τίθημι 3;Pres;Sing τίθει - - - τιθείη
τίθημι 1;Past;Sing κἄθηκα - - θείω θείην
τίθημι 1;Fut;Sing θήσω - - - -
τίθημι 1;Pres;Sing τίθημ̓ - - τιθῶ -
τίθημι Pres - τίθεσθαι - - -
τίθημι Masc;Nom;Plur;Pres - τιθέντες - - -
τίθημι 1;Past;Plur - - - θείομεν -
τίθημι 2;Past;Sing ἔθηκας - θὲς θῇς θείης
τίθημι Masc;Nom;Past;Plur - θέντες - - -
τίθημι Fut - θήσειν - - -
τίθημι 3;Dual;Past ἐθέσθην - - - -
τίθημι 3;Fut;Sing θήσει - - - -
τίθημι Masc;Nom;Past;Sing - θέμενος - - -
τίθημι Fem;Nom;Pres;Sing - τιθεῖσα - - -
τίθημι 2;Fut;Sing θήσεις - - - -
τίθημι 3;Fut;Plur θήσονται - - - -
τίθημι Acc;Fem;Pres;Sing - τιθεῖσαν - - -
τίθημι Fem;Nom;Past;Plur - θέμεναι - - -
τίθημι 3;Plur;Pres τιθεῖσι - - - -
βαίνω 3;Past;Sing βῆ - - - βαίη
βαίνω Fem;Nom;Plur;Pres - βαινόμεναι - - -
βαίνω 1;Past;Sing ἔβαν - - - βαίην
βαίνω 3;Pqp;Sing βεβήκει - - - -
βαίνω 3;Past;Plur ἔβαν - - - -
βαίνω 2;Past;Sing ἔβης - - βεβήκῃς -
βαίνω Masc;Nom;Past;Plur - βάντες - - -
βαίνω Masc;Nom;Past;Sing - βὰς - - -
βαίνω Dat;Masc;Past;Plur - βεβῶσι - - -
βαίνω 1;Past;Plur βήσαμεν - - βήσομεν -
βαίνω 3;Dual;Past βήτην - - - -
βαίνω Fem;Gen;Plur;Pres - βαινουσέων - - -
βαίνω Past - βῆναι - - -
βαίνω Dat;Masc;Past;Sing - βάντι - - -
βαίνω Fem;Nom;Past;Sing - βᾶσ̓ - - -
βαίνω 3;Fut;Sing βήσεται - - - -
βαίνω 3;Pres;Sing βαίνει - - - -
βαίνω Acc;Neut;Past;Plur - βάντ̓ - - -
βαίνω Masc;Nom;Pres;Sing - βαίνων - - -
βαίνω Acc;Masc;Past;Sing - βεβηκότα - - -
βαίνω Gen;Masc;Past;Sing - βεβῶτος - - -
οἶδα 1;Past;Plur ἴδμεν - - εἴδομεν -
οἶδα 2;Past;Plur ἴστ̓ - ἴστε εἴδετε εἰδεῖτ̓
οἶδα 3;Pqp;Sing ᾔδει - - - -
οἶδα 1;Past;Sing οἶδα - - - -
οἶδα 2;Past;Sing οἶσθα - ἴσθι εἰδῇς εἰδείης
οἶδα Past - εἰδέναι - - -
οἶδα 3;Past;Sing οἶδε - ἴστω εἰδῇ εἰδείη
οἶδα Masc;Nom;Past;Sing - εἰδὼς - - -
οἶδα 3;Fut;Sing εἴσεται - - - -
οἶδα 1;Pqp;Sing ᾔδη - - - -
οἶδα Dual;Masc;Nom;Past - εἰδότε - - -
οἶδα 3;Past;Plur ἴσασι - - - -
οἶδα Fem;Nom;Past;Plur - ἰδυῖαι - - -
οἶδα Masc;Nom;Past;Plur - εἰδότες - - -
οἶδα Dat;Fem;Past;Sing - ἰδυίῃ - - -
οἶδα 1;Fut;Plur εἰσόμεσθα - - - -
οἶδα Gen;Masc;Past;Sing - εἰδότος - - -
οἶδα Dat;Masc;Past;Plur - εἰδόσι - - -
οἶδα Fem;Nom;Past;Sing - ἰδυῖα - - -
οἶδα Fut - εἰδήσειν - - -
οἶδα 3;Pres;Sing ἴσασ̓ - - - -
οἶδα 3;Plur;Pres ἴσασιν - - - -
οἶδα Dat;Masc;Past;Sing - εἰδότι - - -
οἶδα 2;Pqp;Sing ᾔδησθα - - - -
οἶδα 1;Fut;Sing εἴσομαι - - - -
οἶδα Acc;Fem;Past;Plur - ἰδυίας - - -
οἶδα Masc;Past;Sing;Voc - εἰδώς - - -
οἶδα Dat;Fem;Past;Plur - ἰδυίῃσι - - -
ἄγω 3;Past;Sing ἦγε - - ἀγάγῃσιν -
ἄγω 3;Pres;Sing ἄγει - ἀγέσθω ἄγῃ ἄγοι
ἄγω Past - ἀγαγέσθαι - - -
ἄγω 3;Plur;Pres ἄγουσι - - ἄγωσιν -
ἄγω 3;Past;Plur ἦγον - - - -
ἄγω Masc;Nom;Pres;Sing - ἄγων - - -
ἄγω 2;Pres;Sing ἄγεις - ἄγε ἄγῃς -
ἄγω Pres - ἄγειν - - -
ἄγω 2;Fut;Sing ἄξεις - - - -
ἄγω Masc;Nom;Plur;Pres - ἄγοντες - - -
ἄγω 3;Fut;Sing ἄξει - - - -
ἄγω Acc;Masc;Pres;Sing - ἄγοντ̓ - - -
ἄγω 2;Past;Plur - - ἄξετε - -
ἄγω Dual;Masc;Nom;Pres - ἄγοντε - - -
ἄγω Acc;Masc;Plur;Pres - ἄγοντας - - -
ἄγω 1;Past;Sing ἦγον - - ἀγάγωμι -
ἄγω 1;Past;Plur - - - ἄξομεν -
ἄγω Masc;Nom;Past;Sing - ἀγαγὼν - - -
ἄγω Dual;Masc;Nom;Past - ἀγαγόνθ̓ - - -
ἄγω Dat;Masc;Plur;Pres - ἄγουσιν - - -
ἄγω 1;Fut;Sing ἄξω - - - -
ἄγω 1;Plur;Pres - - - ἄγωμεν -
ἄγω Fut - ἄξειν - - -
ἄγω Fem;Nom;Past;Sing - ἀγαγομένη - - -
ἄγω Fem;Nom;Plur;Pres - ἄγουσαι - - -
ἄγω 2;Plur;Pres - - ἄξεσθε - ἄγοιτ̓
ἄγω 2;Past;Sing - - ἄγαγε - -
ἄγω 1;Pres;Sing ἄγομαι - - ἄγω -
ἄγω Acc;Fem;Pres;Sing - ἀγομέναν - - -
ἄγω Dat;Masc;Pres;Sing - ἄγοντι - - -
ἄγω 2;Fut;Plur ἄξεθ̓ - - - -
θνήσκω Gen;Masc;Past;Sing - θανόντος - - -
θνήσκω 3;Past;Plur θνῇσκον - - θάνωσι -
θνήσκω Past - θανεῖν - - -
θνήσκω 3;Past;Sing ἔθαν̓ - τεθνάτω θάνῃ θάνοι
θνήσκω Acc;Masc;Past;Plur - τεθνηῶτας - - -
θνήσκω Masc;Nom;Pres;Sing - θνῄσκων - - -
θνήσκω Dat;Masc;Past;Plur - θανοῦσιν - - -
θνήσκω Acc;Masc;Past;Sing - θανόντ̓ - - -
θνήσκω Gen;Masc;Past;Plur - θανόντων - - -
θνήσκω Masc;Nom;Past;Sing - θανὼν - - -
θνήσκω 2;Past;Sing ἔθανες - τέθναθι θάνῃς θάνοις
θνήσκω Acc;Masc;Plur;Pres - θνήσκοντας - - -
θνήσκω Fut - θανέεσθαι - - -
θνήσκω Dat;Masc;Past;Sing - θανόντι - - -
θνήσκω Pres - θνῄσκειν - - -
θνήσκω Dual;Gen;Masc;Past - θανόντοιν - - -
θνήσκω 3;Fut;Sing θανεῖται - - - -
θνήσκω 1;Past;Sing τέθνηκ̓ - - θάνω θάνοιμι
θνήσκω Fem;Nom;Past;Sing - θανοῦσά - - -
θνήσκω Masc;Nom;Past;Plur - θανόντες - - -
θνήσκω Masc;Nom;Plur;Pres - θνήσκοντες - - -
θνήσκω Fut;Masc;Nom;Sing - θανούμενος - - -
θνήσκω 1;Fut;Sing θανοῦμαι - - - -
θνήσκω Acc;Neut;Past;Sing - τεθνεός - - -
θνήσκω Fem;Nom;Pres;Sing - θνῄσκουσ̓ - - -
θνήσκω 3;Pres;Sing - - - θνῄσκῃ -
θνήσκω Gen;Masc;Pres;Sing - θνῄσκοντος - - -
πείθω 3;Past;Plur πίθοντο - πιθέσθων - πιθοίατο
πείθω 1;Fut;Sing πείσομαι - - - -
πείθω 3;Pqp;Sing ἐπεποίθει - - - -
πείθω 2;Pres;Sing - - πείθου - -
πείθω 1;Plur;Pqp ἐπέπιθμεν - - - -
πείθω 2;Past;Sing ἔπειθες - πιθοῦ πίθῃ πίθοιο
πείθω 1;Plur;Pres - - - πειθώμεθα -
πείθω Masc;Nom;Past;Sing - πεποιθὼς - - -
πείθω 2;Past;Plur - - πίθεσθέ - -
πείθω 3;Past;Sing ἔπειθε - - πίθηται πεπίθοιθ̓
πείθω 1;Past;Sing πέποιθα - - - πιθοίμην
πείθω Masc;Nom;Past;Plur - πεποιθότες - - -
πείθω 3;Plur;Pres πείθουσι - - - πειθοίατο
πείθω Acc;Masc;Past;Plur - πεποιθότας - - -
πείθω Past - πιθέσθαι - - -
πείθω 3;Pres;Sing πείθει - - πείθηται πείθοι
πείθω 1;Pres;Sing πείθομαι - - - -
πείθω Pres - πείθεσθαι - - -
πείθω 1;Past;Plur - - - πιθώμεθα πεπίθοιμεν
πείθω 2;Fut;Sing πείσεις - - - -
πείθω Masc;Plur;Pres;Voc - πειθόμενοι - - -
πείθω Fut - πεισέμεν - - -
πείθω 3;Fut;Sing πείσει - - - -
πείθω 3;Dual;Past πιθέσθην - - - -
πείθω Fem;Nom;Past;Sing - πεπιθοῦσα - - -
πείθω Gen;Masc;Plur;Pres - πειθομένων - - -
πείθω Masc;Nom;Plur;Pres - πειθόμενοι - - -
πείθω Gen;Neut;Past;Sing - πεισθέντος - - -
λαμβάνω Pres - λαμβάνειν - - -
λαμβάνω 3;Past;Sing λάβε - λαβέτω λάβῃσιν λάβοι
λαμβάνω Masc;Nom;Past;Sing - λαβὼν - - -
λαμβάνω 1;Past;Sing εἴληφα - - λάβω λάβοιμ̓
λαμβάνω Masc;Nom;Pres;Sing - λαμβάνων - - -
λαμβάνω Fem;Nom;Past;Sing - λαβομένη - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Past;Sing - λαβόντα - - -
λαμβάνω Past - λαβεῖν - - -
λαμβάνω 2;Past;Sing ἔλαβες - λαβὲ λάβῃς λάβοις
λαμβάνω 2;Pres;Sing λαμβάνεις - - - -
λαμβάνω 1;Past;Plur - - - - λάβοιμεν
λαμβάνω 2;Fut;Sing λάμψεαι - - - -
λαμβάνω 3;Dual;Past λαβέτην - - - -
λαμβάνω Masc;Nom;Past;Plur - λαβόντες - - -
λαμβάνω Fem;Gen;Past;Sing - λαβούσης - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Past;Plur - λαβόντας - - -
λαμβάνω 3;Past;Plur ἐλάμβανον - - - -
λαμβάνω 3;Pqp;Sing εἰλήφει - - - -
λαμβάνω 2;Past;Plur - - - λάβητε -
λαμβάνω 3;Pres;Sing λαμβάνει - - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Pres;Sing - λαμβανόμενον - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Plur;Pres - λαμβάνοντας - - -
λαμβάνω Dual;Fem;Nom;Past - λαβόντε - - -
λαμβάνω Fut - λήψεσθαι - - -
λαμβάνω Gen;Masc;Past;Plur - εἰληφότων - - -
ὁράω 1;Past;Sing ὄπωπα - - - -
ὁράω 3;Past;Sing ὤφθη - - ὄψεται -
ὁράω 2;Plur;Pres - - ὁρᾶτε - ὁρόῳτε
ὁράω 1;Pres;Sing ὁρῶ - - - -
ὁράω 2;Pres;Sing ὁρᾷς - ὅρα - -
ὁράω 3;Pqp;Sing ὀπώπεε - - - -
ὁράω Pres - ὁρᾶν - - -
ὁράω Masc;Nom;Pres;Sing - ὁρέων - - -
ὁράω Dat;Fem;Pres;Sing - ὁρώσῃ - - -
ὁράω Fut - ὄψεσθαι - - -
ὁράω 3;Past;Plur ὁρῶντο - - - -
ὁράω Masc;Nom;Plur;Pres - ὁρόωντες - - -
ὁράω 3;Plur;Pres ὁρῶσι - - - -
ὁράω 3;Pres;Sing ὁρᾷ - - - ὁρῷτο
ὁράω Dat;Masc;Past;Plur - ὀφθεῖσι - - -
ὁράω 2;Fut;Sing ὄψεαι - - - -
ὁράω Fem;Fut;Nom;Plur - ὀψόμεναί - - -
ὁράω 3;Fut;Sing ὄψεται - - - -
ὁράω Past - ὀφθῆναι - - -
ὁράω Acc;Fem;Past;Sing - ὀφθεῖσαν - - -
ὁράω Neut;Pres;Sing;Voc - ὁρᾶν - - -
ὁράω Dat;Masc;Pres;Sing - ὁρῶντι - - -
ὁράω 1;Plur;Pres ὁρῶμεν - - - -
ὁράω Neut;Nom;Pres;Sing - ὁρῶν - - -
ὁράω Fem;Nom;Pres;Sing - ὁρωμένη - - -
ὁράω Fem;Fut;Nom;Sing - ὀψομένη - - -
ὁράω Masc;Pres;Sing;Voc - ὁρᾶν - - -
ὁράω Acc;Masc;Pres;Sing - ὁρῶντ̓ - - -
ὁράω 2;Past;Sing ὄπωπας - - - -
μάχομαι Pres - μάχεσθαι - - -
μάχομαι 3;Plur;Pres μάχονται - - μάχωνται μαχέοιντο
μάχομαι 3;Past;Plur μάχοντο - - - -
μάχομαι Masc;Nom;Past;Sing - μαχεσάμενος - - -
μάχομαι Dat;Masc;Past;Plur - μαχομένοισι - - -
μάχομαι 1;Plur;Pres μαχόμεσθα - - μαχώμεθα -
μάχομαι 1;Fut;Sing μαχήσομαι - - - -
μάχομαι Past - μαχέσασθαι - - -
μάχομαι 3;Dual;Past μαχέσθην - - - -
μάχομαι 2;Past;Sing - - - - μαχέσαιο
μάχομαι 1;Pres;Sing - - - μάχωμαι μαχοίμην
μάχομαι Dual;Fem;Nom;Pres - μαχουμένα - - -
μάχομαι 1;Fut;Plur μαχησόμεθ̓ - - - -
μάχομαι 3;Fut;Plur μαχέονται - - - -
μάχομαι 3;Pres;Sing - - μαχέσθω μάχηται μάχοιτο
μάχομαι Fut;Masc;Nom;Plur - μαχούμενοι - - -
μάχομαι 2;Dual;Pres - - μάχεσθον - -
μάχομαι 1;Past;Sing μαχόμην - - - μαχεσσαίμην
μάχομαι Fut;Masc;Nom;Sing - μαχησόμενος - - -
μάχομαι 2;Plur;Pres μάχεσθε - μάχεσθ̓ - -
μάχομαι Masc;Nom;Plur;Pres - μαχόμενοι - - -
μάχομαι 1;Past;Plur μαχεσσάμεθ̓ - - - -
μάχομαι 2;Pres;Sing μάχεαι - - - -
μάχομαι Fut - μαχήσεσθαι - - -
μάχομαι 2;Fut;Sing μαχήσεαι - - - -
μάχομαι Dual;Masc;Nom;Past - μαχεσσαμένω - - -
μάχομαι Acc;Masc;Past;Sing - μαχεσσάμενον - - -
μάχομαι Masc;Nom;Past;Plur - μαχεσάμενοι - - -
μάχομαι 3;Past;Sing μαχέσσατο - - - μαχέσαιτο
μάχομαι 3;Fut;Sing μαχήσεται - - - -
ἐθέλω 3;Past;Sing ἤθελε - - ἐθελήσει -
ἐθέλω Masc;Nom;Plur;Pres - θέλοντες - - -
ἐθέλω 2;Pres;Sing ἐθέλεις - ἔθελ̓ ἐθέλῃσθα θέλοις
ἐθέλω 3;Pres;Sing θέλει - - ἐθέλῃσιν ἐθέλοι
ἐθέλω 1;Pres;Sing θέλω - - ἐθέλωμι ἐθέλοιμι
ἐθέλω Fem;Nom;Pres;Sing - θέλουσα - - -
ἐθέλω Dat;Fem;Pres;Sing - ἐθελούσῃ - - -
ἐθέλω Acc;Masc;Pres;Sing - ἐθέλοντα - - -
ἐθέλω Masc;Nom;Pres;Sing - θέλων - - -
ἐθέλω 3;Plur;Pres ἐθέλουσι - - ἐθέλωσι -
ἐθέλω 3;Past;Plur ἠθέλησαν - - - -
ἐθέλω 1;Past;Sing ἔθελον - - - -
ἐθέλω 1;Plur;Pres - - - - ἐθέλοιμεν
ἐθέλω Acc;Masc;Plur;Pres - ἐθέλοντας - - -
ἐθέλω 1;Past;Plur - - - ἐθελήσομεν -
ἐθέλω 2;Plur;Pres - - - ἐθέλητε -
ἐθέλω Pres - θέλειν - - -
ἐθέλω 2;Dual;Past ἠθέλετον - - - -
ἐθέλω Past - θελῆσαι - - -
ἐθέλω 3;Dual;Past ἠθελησάτην - - - -
ἐθέλω Gen;Masc;Pres;Sing - θέλοντος - - -
πίπτω Masc;Nom;Past;Plur - πεσόντες - - -
πίπτω 3;Past;Plur ἔπεσον - - - πέσοιεν
πίπτω 3;Past;Sing πέσεν - - πέσῃ -
πίπτω Fut - πεσέεσθαι - - -
πίπτω Masc;Nom;Pres;Sing - πίπτων - - -
πίπτω Gen;Masc;Pres;Sing - πίπτοντος - - -
πίπτω Acc;Masc;Past;Sing - πεπτῶτ̓ - - -
πίπτω Masc;Nom;Past;Sing - πεσών - - -
πίπτω Past - πεσεῖν - - -
πίπτω 3;Plur;Pres πίπτουσιν - - πίπτωσιν -
πίπτω Fem;Gen;Past;Sing - πεσούσης - - -
πίπτω Gen;Masc;Past;Sing - πεσόντος - - -
πίπτω Pres - πίπτειν - - -
πίπτω Gen;Masc;Past;Plur - πεσόντων - - -
πίπτω Acc;Fem;Past;Sing - πεσοῦσαν - - -
πίπτω Gen;Masc;Plur;Pres - πιπτόντων - - -
πίπτω 1;Fut;Plur πεσούμεθ̓ - - - -
πίπτω Neut;Nom;Past;Sing - πεπτωκός - - -
πίπτω Acc;Masc;Pres;Sing - πίπτοντα - - -
πίπτω Acc;Neut;Past;Plur - πεπτεῶτ̓ - - -
πίπτω 3;Dual;Past πεσέτην - - - -
πίπτω 1;Past;Sing πέπτωχ̓ - - - -
πίπτω Fem;Nom;Past;Sing - πεσοῦσα - - -
πίπτω Acc;Dual;Masc;Past - πεσόντ̓ - - -
πίπτω 3;Pres;Sing πίπτει - - - -
πίπτω Fem;Nom;Plur;Pres - πίπτουσαι - - -
πίπτω 2;Past;Sing - - - πέσῃς -
πίπτω Acc;Masc;Past;Plur - πεσόντας - - -
ἄρχω 3;Pres;Sing ἄρχει - ἀρχέτω ἄρχῃ ἄρχοιτ̓
ἄρχω 2;Pres;Sing ἄρχεις - ἄρχε - ἄρχοις
ἄρχω 3;Past;Sing ἦρχε - - - -
ἄρχω Masc;Nom;Past;Plur - ἀρξάμενοι - - -
ἄρχω 3;Past;Plur ἦρχον - - ἄρξωσι ἄρξειαν
ἄρχω 1;Past;Plur ἄρχομεν - - - -
ἄρχω Gen;Masc;Pres;Sing - ἄρχοντος - - -
ἄρχω 1;Pres;Sing ἄρχομ̓ - - - -
ἄρχω 3;Fut;Sing ἄρξει - - - -
ἄρχω Dat;Masc;Pres;Sing - ἄρχοντι - - -
ἄρχω Fem;Nom;Plur;Pres - ἀρχόμεναί - - -
ἄρχω Masc;Nom;Pres;Sing - ἀρχόμενος - - -
ἄρχω Pres - ἄρχεσθαι - - -
ἄρχω 1;Fut;Plur ἄρξομεν - - - -
ἄρχω 1;Plur;Pres ἄρχομεν - - ἀρχώμεθ̓ -
ἄρχω Gen;Neut;Pres;Sing - ἀρχομένου - - -
ἄρχω Fem;Nom;Past;Sing - ἄρξασα - - -
ἄρχω 2;Fut;Sing ἄρξεις - - - -
ἄρχω Masc;Nom;Past;Sing - ἄρξας - - -
ἄρχω Gen;Masc;Past;Plur - ἀρξάντων - - -
ἄρχω Past - ἄρξαι - - -
ἄρχω 1;Past;Sing ἦρχον - - - -
ἄρχω Acc;Masc;Plur;Pres - ἀρχομένους - - -
ἄρχω Gen;Masc;Plur;Pres - ἀρχόντων - - -
ἄρχω Acc;Fem;Plur;Pres - ἄρχοντας - - -
ὄρνυμι 3;Past;Sing ὦρσεν - - ὄρσῃ -
ὄρνυμι 2;Past;Plur - - - ὄρσητε -
ὄρνυμι Past - ὄρθαι - - -
ὄρνυμι 3;Pqp;Sing ὀρώρει - - - -
ὄρνυμι Pres - ὀρνύμεναι - - -
ὄρνυμι 2;Past;Sing - - ὄρσο - -
ὄρνυμι 3;Pres;Sing ὄρνυτ̓ - - ὀρώρηται -
ὄρνυμι 2;Plur;Pres - - ὄρνυτ̓ - -
ὄρνυμι Fem;Nom;Past;Sing - ὄρσασ̓ - - -
ὄρνυμι 3;Plur;Pqp ὄρωρεν - - - -
ὄρνυμι Gen;Masc;Pres;Sing - ὀρνυμένοιο - - -
ὄρνυμι Dual;Masc;Nom;Past - ὀρμένω - - -
ὄρνυμι Neut;Nom;Past;Plur - ὄρμενα - - -
ὄρνυμι 3;Past;Plur ὦρσαν - - - -
ὄρνυμι Fem;Fut;Nom;Sing - ὄρσουσα - - -
ὄρνυμι Gen;Masc;Plur;Pres - ὀρνυμένων - - -
ὄρνυμι 2;Pres;Sing - - ὄρνυθι - -
ὄρνυμι 2;Fut;Sing ὄρσεις - - - -
καλέω 3;Past;Sing καλέσσατο - - κληθῇ καλέσειε
καλέω Pres - καλήμεναι - - -
καλέω 1;Pres;Sing καλῶ - - - καλεοίμην
καλέω 3;Past;Plur κάλεον - - - -
καλέω 3;Pres;Sing καλέει - - καλῆται καλέοι
καλέω Fut - καλέειν - - -
καλέω Masc;Nom;Past;Sing - καλεσσάμενος - - -
καλέω Past - κεκλῆσθαι - - -
καλέω 2;Fut;Sing καλεῖ - - - -
καλέω 3;Plur;Pres καλέουσ̓ - - - -
καλέω 2;Pres;Sing καλεῖ - κάλει - -
καλέω Masc;Nom;Pres;Sing - καλεόμενος - - -
καλέω Acc;Fem;Fut;Plur - καλεομένας - - -
καλέω Acc;Neut;Pres;Sing - καλεόμενον - - -
καλέω Masc;Nom;Past;Plur - καλέσαντες - - -
καλέω Acc;Fut;Masc;Sing - καλεόμενον - - -
καλέω 1;Past;Sing ἐκλήθην - - καλέσσω -
καλέω Acc;Fut;Masc;Plur - καλουμένους - - -
καλέω 2;Past;Sing κάλεσσας - - - -
καλέω Acc;Neut;Past;Sing - κληθὲν - - -
καλέω Fem;Nom;Pres;Sing - καλεομένη - - -
καλέω 3;Pqp;Sing ἐκέκλητο - - - -
καλέω Fem;Nom;Past;Sing - καλεσσαμένη - - -
καλέω Fem;Nom;Plur;Pres - καλέουσ̓ - - -
καλέω 3;Fut;Sing κεκλήσεται - - - -
καλέω 2;Plur;Pres - - καλεῖτ̓ - -
καλέω Fut;Masc;Nom;Sing - καλεόμενος - - -
καλέω Dat;Fem;Plur;Pres - καλουμέναις - - -
καλέω Fut;Gen;Masc;Plur - καλουμένων - - -
καλέω Fut;Masc;Nom;Plur - καλεόμενοι - - -
καλέω Masc;Nom;Plur;Pres - καλέοντες - - -
καλέω Dat;Fem;Fut;Sing - καλεομένῃ - - -
καλέω Fem;Fut;Gen;Sing - καλεομένης - - -
καλέω Fut;Gen;Masc;Sing - καλεομένου - - -
καλέω Gen;Masc;Pres;Sing - καλουμένου - - -
φεύγω 3;Fut;Sing φεύξεται - - - -
φεύγω Gen;Masc;Plur;Pres - φευγόντων - - -
φεύγω Acc;Masc;Pres;Sing - φεύγοντ̓ - - -
φεύγω Masc;Nom;Pres;Sing - φεύγων - - -
φεύγω 1;Fut;Sing φεύξομαι - - - -
φεύγω Dat;Masc;Plur;Pres - φεύγουσι - - -
φεύγω Masc;Nom;Plur;Pres - φεύγοντες - - -
φεύγω Pres - φεύγειν - - -
φεύγω Masc;Nom;Past;Plur - πεφυζότες - - -
φεύγω 1;Past;Sing φεῦγον - - - -
φεύγω 3;Past;Sing ἔφυγεν - - φύγῃσι πεφεύγοι
φεύγω Fut - φεύξεσθαι - - -
φεύγω Acc;Masc;Plur;Pres - φεύγοντας - - -
φεύγω 3;Plur;Pres φεύγουσι - φευγόντων - -
φεύγω Past - φυγεῖν - - -
φεύγω Dat;Masc;Pres;Sing - φεύγοντι - - -
φεύγω 2;Pres;Sing φεύγεις - φεύγου - -
φεύγω Gen;Masc;Past;Sing - φυγόντος - - -
φεύγω 3;Past;Plur φεῦγον - - - -
φεύγω 2;Past;Sing ἔφυγες - - φύγῃς φύγοις
φεύγω 1;Past;Plur - - - φύγωμεν φύγοιμεν
φεύγω Masc;Nom;Past;Sing - φυγὼν - - -
φεύγω 1;Plur;Pres - - - φεύγωμεν -
φεύγω Acc;Masc;Past;Sing - πεφυγμένον - - -
φεύγω 3;Fut;Plur φεύξονται - - - -
φεύγω 3;Pres;Sing φεύγει - - - -
φεύγω 2;Plur;Pres φεύγετε - - - -
φεύγω 1;Pres;Sing - - - φεύγω -
φεύγω Fem;Nom;Plur;Pres - φεύγουσαι - - -
φεύγω Dual;Masc;Nom;Past - φυγόντε - - -
φεύγω 3;Plur;Pqp ἐπεφεύγεσαν - - - -