Back to Number information

Examples of word types for each Number value :

The word types shown below are ordered by token frequency in the treebank.

Lemma Morphosyntactic
Attributes
Number
Sing NA Plur Dual
εἰμί 2;Ind;Past ἦσθα - ἦσθ̓ -
εἰμί 3;Ind;Past ἦν - ἦσαν ἤστην
εἰμί Masc;Nom;Pres ὢν - ἐόντες ἐόντ̓
εἰμί 3;Ind;Pres ἐστὶ - εἰσὶ -
εἰμί Fut - ἔσσεσθ̓ - -
εἰμί 2;Ind;Pres ἐσσί - ἐστε ἐστὸν
εἰμί Pres - ἔμμεναι - -
εἰμί Acc;Masc;Pres ὄντα - ὄντας -
εἰμί 3;Fut;Ind ἔσται - ἔσονται -
εἰμί 3;Opt;Pres εἴη - εἶεν -
εἰμί 3;Pres;Sub - ἔωσιν -
εἰμί Neut;Nom;Pres ἐὸν - ἐόντα -
εἰμί Gen;Masc;Pres ἐόντος - ὄντων -
εἰμί Fem;Nom;Pres οὖσ̓ - οὖσαι -
εἰμί Gen;Neut;Pres ἐόντος - - -
εἰμί 1;Ind;Pres εἰμι - εἰμὲν -
εἰμί Fem;Gen;Pres ἐούσης - ἐουσέων -
εἰμί 1;Opt;Pres εἴην - - -
εἰμί 3;Imp;Pres ἔστω - ἔστων -
εἰμί Acc;Fem;Pres ἐοῦσαν - οὔσας -
εἰμί Dat;Masc;Pres ὄντι - - -
εἰμί 2;Imp;Pres - - ἔστε -
εἰμί 1;Ind;Past ἔσκον - ἦμεν -
εἰμί 2;Fut;Ind ἔσσεαι - ἔσεσθε -
εἰμί Dat;Neut;Pres ὄντι - οὖσι -
εἰμί Acc;Neut;Pres ἐόν - ἐόντα -
εἰμί 1;Fut;Ind ἔσσομαι - - -
εἰμί Acc;Fem;Fut ἐσομένην - - -
εἰμί 1;Pres;Sub - - -
εἰμί 2;Opt;Pres εἴης - - -
εἰμί 2;Pres;Sub ᾖς - - -
εἰμί Dat;Fem;Pres - - οὔσαις -
ἔχω 3;Ind;Past ἔχ̓ - ἔχον ἐσχεθέτην
ἔχω 2;Ind;Pres ἔχεις - - -
ἔχω Fut - σχήσεσθ̓ - -
ἔχω 3;Ind;Pres ἔχει - ἔχουσι ἔχετον
ἔχω Pres - ἔχειν - -
ἔχω 3;Fut;Ind ἕξει - σχήσουσιν -
ἔχω Masc;Nom;Pres ἔχων - ἔχοντες -
ἔχω 1;Pres;Sub ἔχω - ἐχώμεθα -
ἔχω Past - σχεθέειν - -
ἔχω Dat;Masc;Pres ἔχοντι - ἔχουσι -
ἔχω Acc;Masc;Pres ἔχονθ̓ - ἔχοντας -
ἔχω Fem;Nom;Pres ἔχουσα - ἔχουσαι -
ἔχω 1;Ind;Pres ἔχω - ἔχομεν -
ἔχω 2;Imp;Pres ἔχ̓ - ἔχεθ̓ -
ἔχω Fem;Pres;Voc ἔχουσα - ἔχουσαι -
ἔχω Acc;Neut;Pres ἔχον - - -
ἔχω Gen;Neut;Pres - - ἐχόντων -
ἔχω 2;Opt;Pres ἔχοις - - -
ἔχω 2;Ind;Past ἔσχες - ἔσχετε -
ἔχω 1;Ind;Past ἔσχον - εἴχομεν -
ἔχω 3;Imp;Pres ἐχέτω - - -
ἔχω Acc;Fem;Fut ἕξουσαν - - -
ἔχω 3;Opt;Pres ἔχοι - ἔχοιεν -
ἔχω 1;Fut;Ind ἕξω - ἕξομεν -
ἔχω 3;Pres;Sub ἔχῃ - ἔχωσι -
ἔχω Gen;Masc;Pres ἔχοντος - ἐχόντων -
ἔχω Neut;Nom;Pres ἔχον - ἐχόμενα -
ἔχω Masc;Pres;Voc ἔχων - - -
ἔχω 2;Pres;Sub ἔχῃσθα - - -
ἔχω 2;Imp;Past σχέο - σχέσθε -
ἔχω Acc;Fem;Pres ἔχουσαν - ἐχούσας -
ἔχω Fem;Nom;Past σχοῦσα - - -
ἔχω 1;Opt;Pres ἔχοιμι - - -
ἔχω 1;Past;Sub - - σχῶμεν -
ἔχω 3;Opt;Past - - σχοίατ̓ -
ἔχω 2;Fut;Ind - - σχήσεσθε -
φημί 3;Ind;Past ἔφησεν - ἔφασαν -
φημί 3;Ind;Pres φησι - φασ̓ -
φημί 2;Ind;Past ἔφησθα - - -
φημί 1;Ind;Pres φημὶ - - -
φημί 2;Ind;Pres φής - - -
φημί 1;Ind;Past ἔφην - φάμεν -
φημί Pres - φάσθαι - -
φημί 1;Sub φῶ - - -
φημί Fem;Nom;Pres φαμένη - - -
φημί Gen;Masc;Pres φαμένου - φαμένων -
φημί 2;Opt;Pres φαίης - - -
φημί Masc;Nom;Pres φάμενος - - -
φημί Masc;Nom;Past - - φήσαντες -
φημί 1;Opt;Pres φαίην - - -
φημί 3;Fut;Ind φήσει - - -
φημί 3;Opt;Pres φαίη - - -
γίγνομαι Gen;Masc;Pres γινομένου - γινομένων -
γίγνομαι Fem;Nom;Past γενομένη - γεγονυῖαι -
γίγνομαι 3;Ind;Past γένετ̓ - ἐγένοντο γενέσθην
γίγνομαι 3;Ind;Pres γίνεται - γίνονται -
γίγνομαι Acc;Neut;Past γενόμενον - γενόμενα -
γίγνομαι Neut;Nom;Past γενόμενον - γενόμενα -
γίγνομαι Fem;Gen;Pres γιγνομένης - γινομένων -
γίγνομαι Masc;Nom;Past γενόμενος - γενόμενοι -
γίγνομαι Past - γενέσθαι - -
γίγνομαι 3;Past;Sub γένηται - γένωνται -
γίγνομαι 3;Opt;Past γένοιτο - γενοίατο -
γίγνομαι Pres - γίνεσθαι - -
γίγνομαι Acc;Masc;Past γενόμενον - γεγονότας -
γίγνομαι Masc;Nom;Pres γινόμενος - - -
γίγνομαι Fem;Gen;Past γενομένης - γενομένων -
γίγνομαι 1;Past;Sub γένωμαι - γενώμεθα -
γίγνομαι 1;Opt;Past γενοίμαν - γενοίμεθα -
γίγνομαι Gen;Masc;Past γενομένου - γενομένων -
γίγνομαι Acc;Fem;Past γενομένην - γενομένας -
γίγνομαι 2;Imp;Past γενοῦ - - -
γίγνομαι 2;Past;Sub γένῃ - - -
γίγνομαι 3;Ind;Pqp ἐγεγόνεε - ἐγεγόνεσαν -
γίγνομαι Gen;Neut;Past γενομένου - γενομένων -
γίγνομαι 3;Fut;Ind γενήσεται - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Past γεγονότα - γενομένοις -
γίγνομαι Neut;Nom;Pres γιγνόμενον - γινόμενα -
γίγνομαι 2;Ind;Past γένευ - ἐγένεσθε -
γίγνομαι 2;Opt;Past γένοἰ - γένοισθε -
γίγνομαι 3;Imp;Past γενέσθω - - -
γίγνομαι Gen;Neut;Pres γινομένου - γινομένων -
γίγνομαι Acc;Neut;Pres γινόμενον - - -
γίγνομαι Dat;Fem;Past γενομένῃ - - -
γίγνομαι 1;Ind;Past γενόμην - - -
γίγνομαι 2;Imp;Pres - - γίνεσθε -
γίγνομαι Acc;Masc;Pres γιγνόμενόν - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Pres γιγνομένῳ - γιγνομένοισιν -
γίγνομαι Fem;Nom;Pres - - γινόμεναι -
εἶπον Masc;Nom;Past εἰπὼν - εἰπόντες εἰπόντε
εἶπον Acc;Masc;Past εἰπόντα - - -
εἶπον 3;Ind;Past εἶπε - ἔειπον -
εἶπον Past - εἰπεῖν - -
εἶπον 2;Ind;Past ἔειπες - - -
εἶπον 2;Imp;Past εἰπὲ - ἔσπετε -
εἶπον 3;Past;Sub εἴπῃσιν - - -
εἶπον Gen;Masc;Past εἰπόντος - - -
εἶπον 1;Opt;Past εἴποιμ̓ - - -
εἶπον 1;Past;Sub εἴπω - - -
εἶπον 2;Past;Sub εἴπῃς - - -
εἶπον 3;Opt;Past εἴποι - - -
εἶπον Fem;Nom;Past εἰποῦσα - - -
εἶπον 1;Ind;Past εἶπον - - -
εἶπον 2;Opt;Past εἴποις - - -
εἶπον Ind;Masc;Nom;Past εἶπας - - -
λέγω Masc;Nom;Pres λέγων - λέγοντες -
λέγω Gen;Neut;Pres - - λεγομένων -
λέγω 3;Ind;Pres λέγεται - λέγουσι -
λέγω Dat;Masc;Pres λέγοντι - λεγομένοισι -
λέγω 2;Imp;Pres λέγ̓ - λέγεσθε -
λέγω 1;Ind;Pres λέγω - - -
λέγω 2;Fut;Ind λέξεις - - -
λέγω 2;Ind;Pres λέγεις - - -
λέγω Past - λέξαι - -
λέγω 3;Ind;Past ἐλέχθη - λέγοντο λεξάσθην
λέγω Acc;Neut;Pres λεγόμενον - λεγόμενα -
λέγω 3;Opt;Pres λέγοι - λέγοιεν -
λέγω 3;Imp;Past - - λεξάσθων -
λέγω Pres - λέγειν - -
λέγω Dat;Fem;Past - - λεχθείσῃσι -
λέγω 2;Imp;Past λέξον - - -
λέγω Acc;Neut;Past λεχθὲν - - -
λέγω 2;Ind;Past ἔλεξας - - -
λέγω Acc;Fem;Pres - - λεγομένας -
λέγω 3;Opt;Past λέξειεν - - -
λέγω 3;Pres;Sub - - λέγωσι -
λέγω Gen;Masc;Pres λέγοντος - λεγομένων -
λέγω 1;Pres;Sub λέγω - λέγωμεν -
λέγω Neut;Nom;Pres - - λεγόμενα -
λέγω 2;Pres;Sub λέγῃς - - -
λέγω 1;Fut;Ind λέξω - λέξομεν -
λέγω 2;Opt;Pres λέγοις - - -
λέγω Fut - λέξειν - -
λέγω 3;Imp;Pres - - λεγόντων -
λέγω 1;Past;Sub λέξω - - -
λέγω Imp;Past λέξεο - - -
λέγω 1;Opt;Past λέξαιμ̓ - - -
λέγω 1;Opt;Pres λέγοιμ̓ - - -
λέγω Masc;Nom;Past λέξας - - -
λέγω Gen;Masc;Past λέξαντος - - -
λέγω 1;Ind;Past ἔλεξα - - -
λέγω Dat;Fem;Pres λεγούσῃ - - -
ἔρχομαι 3;Ind;Past ἦλθεν - ἦλθον -
ἔρχομαι Masc;Nom;Pres ἐρχόμενος - - -
ἔρχομαι Past - ἐλθεῖν - -
ἔρχομαι 2;Ind;Past εἰλήλουθας - ἤλθετε -
ἔρχομαι Acc;Masc;Past ἐλθόντ̓ - - -
ἔρχομαι Neut;Nom;Past ἐλθὸν - ἐλθόντα -
ἔρχομαι 1;Ind;Past ἦλθον - ἠλύθομεν -
ἔρχομαι 2;Past;Sub ἔλθῃς - ἔλθητε -
ἔρχομαι Fem;Gen;Pres - - ἐρχομενάων -
ἔρχομαι 3;Past;Sub ἔλθῃ - ἔλθωσιν -
ἔρχομαι 2;Imp;Pres ἔρχευ - ἔρχεσθ̓ ἔρχεσθον
ἔρχομαι 3;Ind;Pqp εἰληλούθει - - -
ἔρχομαι Masc;Nom;Past ἐλθὼν - ἐλθόντες ἐλθόντε
ἔρχομαι 3;Ind;Pres ἔρχεται - ἔρχονται -
ἔρχομαι 2;Imp;Past ἐλθὲ - ἔλθετε -
ἔρχομαι Fem;Nom;Past ἐλθοῦσα - - -
ἔρχομαι Fem;Nom;Pres ἐρχομένη - ἐρχόμεναι -
ἔρχομαι Gen;Masc;Pres - - ἐρχομένων -
ἔρχομαι 1;Past;Sub ἔλθω - - -
ἔρχομαι Gen;Masc;Past ἐλθόντος - - -
ἔρχομαι Dat;Neut;Past - - ἐλθοῦσι -
ἔρχομαι Dat;Masc;Pres ἐρχομένῳ - ἐρχομένοισιν -
ἔρχομαι 3;Fut;Ind ἐλεύσεται - ἐλεύσονται -
ἔρχομαι Gen;Neut;Past ἐλθόντος - - -
ἔρχομαι Fem;Gen;Past ἐλθούσας - - -
ἔρχομαι 1;Fut;Ind ἐλεύσομαι - ἐλευσόμεθ̓ -
ἔρχομαι 3;Opt;Past ἔλθοι - - -
ἔρχομαι Dat;Masc;Past ἐλθόντι - - -
ἔρχομαι Pres - ἔρχεσθ̓ - -
ἔρχομαι Acc;Fem;Past ἐλθοῦσαν - - -
ἔρχομαι 2;Ind;Pres ἔρχεαι - - -
ἔρχομαι 2;Opt;Past ἔλθοις - - -
ἔρχομαι 1;Ind;Pres ἔρχομαι - - -
ἔρχομαι Fut - ἐλεύσεσθαι - -
ἵστημι Masc;Nom;Past στὰς - ἑσταότες στάντε
ἵστημι 3;Ind;Past ἔστησε - ἔστησαν στήτην
ἵστημι 3;Ind;Pqp ἑστήκει - ἕστασαν -
ἵστημι 1;Fut;Ind στήσω - στησόμεθ̓ -
ἵστημι Masc;Nom;Pres ἱστάμενος - ἱστάμενοι -
ἵστημι Fem;Nom;Pres ἱσταμένη - ἱστάμεναι -
ἵστημι Past - στήσασθαι - -
ἵστημι 1;Past;Sub - - στέωμεν -
ἵστημι 3;Ind;Pres ἵστησιν - - -
ἵστημι 2;Ind;Past ἔστης - ἔστητε -
ἵστημι 3;Opt;Past στήσειε - σταίησαν -
ἵστημι Fem;Nom;Past σταθεῖσ̓ - - -
ἵστημι 2;Imp;Pres ἵστασ̓ - ἵστασθε -
ἵστημι 2;Imp;Past στῆσον - ἕστατε ἕστατον
ἵστημι 3;Imp;Past ἑστάτω - - -
ἵστημι 1;Ind;Pres ἵσταμαι - - -
ἵστημι Acc;Masc;Past ἑσταότ̓ - - -
ἵστημι Acc;Fem;Past στᾶσαν - - -
ἵστημι Gen;Masc;Pres ἱσταμένου - - -
ἵστημι 2;Past;Sub στήῃς - - -
ἵστημι 3;Past;Sub στήῃ - - -
ἵστημι 2;Ind;Pres ἵστασ̓ - - -
ἵστημι Gen;Masc;Past - - ἑσταότων -
ἵστημι 3;Fut;Ind - - στήσονται -
ἵστημι 1;Ind;Past στῆν - στῆμεν -
ἵστημι Gen;Neut;Pres ἱσταμένοιο - - -
ἵστημι 1;Pres;Sub - - ἱστώμεσθα -
ἵστημι Fut - στήσεσθαι - -
ἵστημι Pres - ἵστασθαι - -
ἵστημι Acc;Neut;Past - - ἑσταότ̓ -
εἶμι 1;Ind;Pres εἶμ̓ - ἴμεν -
εἶμι Masc;Nom;Pres ἰὼν - ἰόντες ἰόντε
εἶμι 3;Ind;Past ἤϊ̓ - ἴσαν ἐεισάσθην
εἶμι Pres - ἰέναι - -
εἶμι 3;Imp;Pres ἴτω - - -
εἶμι Acc;Neut;Pres ἰὸν - - -
εἶμι 3;Ind;Pres εἶσι - ἴασιν ἴτον
εἶμι 1;Pres;Sub ἴω - ἴωμεν -
εἶμι 2;Imp;Pres ἴθι - ἴθ̓ -
εἶμι Acc;Masc;Pres ἰόντα - ἰόντας -
εἶμι Fem;Nom;Pres ἰοῦσα - ἰοῦσαι -
εἶμι Acc;Fem;Pres - - ἰούσας -
εἶμι Dat;Masc;Pres ἰόντι - ἰοῦσι -
εἶμι 2;Ind;Pres εἶς - - -
εἶμι 3;Opt;Pres ἰείη - - -
εἶμι Fem;Gen;Pres ἰούσης - - -
εἶμι 1;Fut;Ind εἴσομαι - - -
εἶμι Dat;Fem;Pres ἰούσῃ - - -
εἶμι 2;Pres;Sub ἴῃσθα - - -
εἶμι 1;Ind;Past ἤια - - -
εἶμι 3;Pres;Sub ἴῃσιν - - -
εἶμι Gen;Masc;Pres - - ἰόντων -
δίδωμι 2;Ind;Past ἔδωκας - - -
δίδωμι 2;Imp;Past δὸς - δότε -
δίδωμι 3;Ind;Past ἔδωκε - δόσαν -
δίδωμι Masc;Nom;Past δοὺς - δόντες -
δίδωμι 2;Ind;Pres διδοῖσθα - - -
δίδωμι 1;Fut;Ind δώσω - - -
δίδωμι Masc;Nom;Pres διδοὺς - - -
δίδωμι 3;Fut;Ind δώσει - δώσουσι -
δίδωμι Fut - δώσειν - -
δίδωμι 3;Past;Sub δώῃ - δώωσ̓ -
δίδωμι 1;Opt;Past δοίην - δοῖμεν -
δίδωμι 1;Ind;Pres δίδωμι - δίδομεν -
δίδωμι Past - δόμεν - -
δίδωμι 3;Ind;Pres διδοῖ - διδοῦσιν -
δίδωμι Gen;Masc;Past δόντος - δεδωκότων -
δίδωμι 2;Fut;Ind δώσεις - - -
δίδωμι 3;Opt;Past δοίη - δοῖεν -
δίδωμι 3;Imp;Past δότω - - -
δίδωμι 1;Ind;Past δῶκα - δόμεν -
δίδωμι 1;Past;Sub - - δώομεν -
δίδωμι Fem;Gen;Pres διδούσης - - -
δίδωμι Pres - δίδοσθαι - -
δίδωμι 2;Imp;Pres δίδου - - -
δίδωμι Fem;Gen;Past δεδομένης - - -
εἶδον Masc;Nom;Past ἰδὼν - ἰδόμενοι -
εἶδον 3;Ind;Past ἴδε - εἶδον -
εἶδον 2;Past;Sub ἴδῃ - ἴδησθε -
εἶδον 3;Opt;Past ἴδοιτο - ἰδοίατο -
εἶδον 1;Ind;Past εἶδον - εἶδόν -
εἶδον 1;Past;Sub ἴδωμαι - ἴδωμεν -
εἶδον Past - ἰδέσθαι - -
εἶδον Fem;Nom;Past ἰδοῦσα - - -
εἶδον 2;Opt;Past ἴδοις - - -
εἶδον 3;Past;Sub ἴδητ̓ - ἴδωνται -
εἶδον 2;Imp;Past ἴδε - ἴδετε -
εἶδον 2;Ind;Past εἶδες - ἴδεθ̓ -
εἶδον 1;Opt;Past ἴδοιμι - - -
εἶδον Acc;Masc;Past ἰδόντ̓ - - -
εἶδον Dat;Masc;Past - - ἰδοῦσιν -
αἱρέω 3;Ind;Pqp ἀραίρητο - - -
αἱρέω Masc;Nom;Past ἑλὼν - ἑλόμενοι ἑλόντ̓
αἱρέω 2;Imp;Pres αἱροῦ - - -
αἱρέω 1;Ind;Past ἕλον - εἵλομεν -
αἱρέω 3;Ind;Past εἷλεν - ἕλον ἑλέτην
αἱρέω Fut - ἑλεῖν - -
αἱρέω 1;Past;Sub ἕλωμαι - ἕλωμεν -
αἱρέω Past - ἑλεῖν - -
αἱρέω Fem;Nom;Past ἑλοῦσα - - -
αἱρέω 3;Opt;Past ἕλοι - ἕλοιεν -
αἱρέω 3;Ind;Pres αἱρέεται - - -
αἱρέω 3;Past;Sub ἕληται - ἕλωνται -
αἱρέω 1;Fut;Ind - - αἱρήσομεν -
αἱρέω 1;Opt;Past ἕλοιμί - ἑλοίμεθα -
αἱρέω 2;Past;Sub ἕλῃς - ἕλητε -
αἱρέω 2;Opt;Past ἕλοις - - -
αἱρέω Acc;Masc;Past ἑλόντ̓ - ἑλομένους -
αἱρέω 2;Ind;Past εἵλευ - - -
αἱρέω 2;Imp;Past ἕλευ - ἕλεσθε -
αἱρέω 3;Fut;Ind αἱρήσει - - -
αἱρέω 3;Imp;Past ἑλέσθω - - -
αἱρέω 3;Imp;Pres αἱρείτω - - -
ποιέω 3;Ind;Past πεποίηται - ἐποιήσαντο -
ποιέω 3;Ind;Pres ποεῖ - ποιεῦσι -
ποιέω 2;Imp;Past ποίησον - - -
ποιέω 2;Fut;Ind ποήσεις - ποιήσετε -
ποιέω Masc;Nom;Pres ποιούμενος - ποιεῦντες -
ποιέω Past - ποιήσασθαι - -
ποιέω 1;Past;Sub ποήσω - - -
ποιέω 3;Ind;Pqp ἐπεποιήκεε - - -
ποιέω Masc;Nom;Past ποιησάμενος - ποιησάμενοι -
ποιέω Pres - ποιέειν - -
ποιέω 2;Ind;Pres ποεῖς - - -
ποιέω Fut - ποιήσειν - -
ποιέω 2;Imp;Pres ποίεε - - -
ποιέω Acc;Neut;Pres ποιούμενον - ποιεύμενα -
ποιέω Dat;Masc;Past - - ποιήσασι -
ποιέω Fem;Nom;Past ποιησαμένη - ποιησάμεναι -
ποιέω Acc;Masc;Pres - - ποιεῦντας -
ποιέω 1;Ind;Past ἐποιεύμην - - -
ποιέω 2;Ind;Past ἐποίησας - - -
ποιέω 1;Pres;Sub ποιέω - - -
ποιέω Gen;Masc;Past πεποιηκότος - ποιησάντων -
ποιέω 3;Opt;Past ποιήσειεν - - -
ποιέω Dat;Neut;Pres - - ποιευμένοισι -
ποιέω 1;Fut;Ind ποιήσομαι - - -
ποιέω Acc;Neut;Past ποιηθέν - - -
ποιέω 1;Opt;Past ποιήσαιμι - - -
ποιέω Neut;Nom;Past πεποιημένον - - -
ποιέω Gen;Neut;Past ποιήσαντος - - -
ποιέω 1;Ind;Pres ποιέω - - -
ποιέω 3;Past;Sub ποιήσῃ - - -
ποιέω Ind;Masc;Nom;Pres ποιέων - - -
ποιέω 2;Past;Sub ποήσῃς - - -
ποιέω 3;Pres;Sub ποιέῃ - - -
ποιέω Fem;Nom;Pres ποιουμένη - ποιέουσαι -
ποιέω Neut;Nom;Pres - - ποιεόμενα -
ποιέω Acc;Masc;Past ποιήσαντα - - -
ποιέω Dat;Neut;Past πεποιημένῳ - - -
φέρω 3;Ind;Past ἔφερε - φέρον -
φέρω 3;Fut;Ind οἴσει - οἴσουσι οἴσετον
φέρω Pres - φέρειν - -
φέρω 2;Imp;Pres φέῤ - φέρετ̓ -
φέρω 3;Pres;Sub φέρῃσι - - -
φέρω 1;Opt;Pres φεροίμην - - -
φέρω 1;Ind;Pres φέρομαι - φέρομεν -
φέρω Masc;Nom;Pres φέρων - φέροντες -
φέρω 3;Ind;Pres φέρει - φέρονται -
φέρω 2;Pres;Sub φέρῃς - - -
φέρω 3;Imp;Pres φερέσθω - - φερέσθων
φέρω 3;Opt;Pres φέροιτο - φέροιντ̓ -
φέρω 2;Fut;Ind οἴσει - οἴσετε -
φέρω Acc;Masc;Pres φέροντα - φέροντας -
φέρω Masc;Nom;Past ἐνείκας - - -
φέρω Acc;Neut;Pres - - φέροντα -
φέρω 1;Ind;Past φερόμην - - -
φέρω Fut - οἰσέμεναι - -
φέρω Fem;Nom;Pres φέρουσα - φέρουσαι -
φέρω Gen;Masc;Pres - - φερόντων -
φέρω 1;Pres;Sub φέρω - φέρωμεν -
φέρω 2;Opt;Pres φέροις - - -
φέρω 3;Past;Sub ἐνέγκῃ - - -
φέρω 2;Ind;Pres φέρεις - - -
φέρω 1;Fut;Ind - - οἴσομεν -
φέρω Fut;Masc;Nom οἰσόμενος - - -
φέρω Neut;Nom;Pres φέρον - φέροντά -
φέρω 2;Imp;Past - - οἴσετε -
φέρω 1;Past;Sub ἐνείκω - - -
βάλλω Masc;Nom;Past βαλὼν - βεβλημένοι βαλόντε
βάλλω 2;Imp;Pres βάλλεο - βάλλετ̓ -
βάλλω 3;Ind;Past βάλεν - ἐβάλοντο βαλέτην
βάλλω 3;Ind;Pqp βεβλήκει - - -
βάλλω 2;Fut;Ind - - βαλεῖτε -
βάλλω Gen;Masc;Pres - - βαλλομένων -
βάλλω Past - βαλεῖν - -
βάλλω 1;Past;Sub βάλω - - -
βάλλω 3;Ind;Pres βάλλει - - -
βάλλω 3;Past;Sub βάλῃσιν - - -
βάλλω Gen;Masc;Past βλημένου - - -
βάλλω 2;Opt;Past βάλοισθα - - -
βάλλω 2;Ind;Past βέβληαι - - -
βάλλω 1;Ind;Past ἔβαλόν - - -
βάλλω Fem;Nom;Pres βαλλομένη - - -
βάλλω 1;Fut;Ind βαλῶ - - -
βάλλω Acc;Masc;Past βληθέντα - - -
βάλλω Fut - βαλέειν - -
βάλλω Acc;Fem;Past - - βαλούσας -
βάλλω Masc;Nom;Pres - - βάλλοντες -
βάλλω 2;Past;Sub βάλῃς - - -
βάλλω Pres - βαλλέμεν - -
βάλλω Acc;Masc;Pres βάλλονθ̓ - - -
βάλλω 2;Ind;Pres βάλλεαι - - -
βάλλω Neut;Nom;Pres - - βαλλόμεν̓ -
βάλλω Gen;Neut;Pres - - βαλλομένων -
βάλλω Dat;Masc;Past βλημένῳ - - -
βάλλω Fem;Nom;Past βαλοῦσα - - -
βάλλω Acc;Fem;Pres βάλλουσαν - - -
τίθημι 3;Ind;Past τίθει - ἔθεντο ἐθέσθην
τίθημι 3;Past;Sub θήῃ - - -
τίθημι Past - θέμεν - -
τίθημι 2;Imp;Pres τίθει - - -
τίθημι Acc;Masc;Pres τιθήμενον - - -
τίθημι 2;Imp;Past θὲς - θέσθ̓ -
τίθημι Masc;Nom;Pres τιθεὶς - τιθέντες -
τίθημι 3;Ind;Pres τίθει - τιθεῖσι -
τίθημι 1;Opt;Past θείην - - -
τίθημι 1;Fut;Ind θήσω - - -
τίθημι 1;Pres;Sub τιθῶ - - -
τίθημι Pres - τίθεσθαι - -
τίθημι 3;Opt;Past θείη - θεῖεν -
τίθημι 1;Past;Sub θείω - θείομεν -
τίθημι 2;Ind;Past ἔθηκας - ἔθεσθε -
τίθημι Masc;Nom;Past θέμενος - θέντες -
τίθημι 2;Past;Sub θῇς - - -
τίθημι 1;Ind;Past κἄθηκα - - -
τίθημι Fut - θήσειν - -
τίθημι 3;Imp;Past θέσθω - - -
τίθημι 3;Fut;Ind θήσει - θήσονται -
τίθημι Fem;Nom;Pres τιθεῖσα - - -
τίθημι 2;Pres;Sub τιθῇς - - -
τίθημι 2;Fut;Ind θήσεις - - -
τίθημι 1;Ind;Pres τίθημ̓ - - -
τίθημι 2;Opt;Past θείης - - -
τίθημι 3;Opt;Pres τιθείη - - -
τίθημι Acc;Fem;Pres τιθεῖσαν - - -
τίθημι Fem;Nom;Past - - θέμεναι -
βαίνω 3;Ind;Past βῆ - ἔβαν βήτην
βαίνω Fem;Nom;Pres - - βαινόμεναι -
βαίνω 1;Ind;Past ἔβαν - βήσαμεν -
βαίνω 3;Ind;Pqp βεβήκει - - -
βαίνω 2;Ind;Past ἔβης - - -
βαίνω Masc;Nom;Past βὰς - βάντες -
βαίνω Dat;Masc;Past βάντι - βεβῶσι -
βαίνω 1;Past;Sub - - βήσομεν -
βαίνω Fem;Gen;Pres - - βαινουσέων -
βαίνω Past - βῆναι - -
βαίνω Fem;Nom;Past βᾶσ̓ - - -
βαίνω 3;Fut;Ind βήσεται - - -
βαίνω 1;Opt;Past βαίην - - -
βαίνω 2;Past;Sub βεβήκῃς - - -
βαίνω 3;Ind;Pres βαίνει - - -
βαίνω Acc;Neut;Past - - βάντ̓ -
βαίνω Masc;Nom;Pres βαίνων - - -
βαίνω 3;Opt;Past βαίη - - -
βαίνω Acc;Masc;Past βεβηκότα - - -
βαίνω Gen;Masc;Past βεβῶτος - - -
οἶδα 1;Ind;Past οἶδα - ἴδμεν -
οἶδα 2;Ind;Past οἶσθα - ἴστ̓ -
οἶδα 3;Ind;Pqp ᾔδει - - -
οἶδα 2;Opt;Past εἰδείης - εἰδεῖτ̓ -
οἶδα Past - εἰδέναι - -
οἶδα 3;Ind;Past οἶδε - ἴσασι -
οἶδα Masc;Nom;Past εἰδὼς - εἰδότες εἰδότε
οἶδα 3;Fut;Ind εἴσεται - - -
οἶδα 2;Imp;Past ἴσθι - ἴστε -
οἶδα 1;Ind;Pqp ᾔδη - - -
οἶδα 2;Past;Sub εἰδῇς - εἴδετε -
οἶδα 1;Past;Sub - - εἴδομεν -
οἶδα Fem;Nom;Past ἰδυῖα - ἰδυῖαι -
οἶδα Dat;Fem;Past ἰδυίῃ - ἰδυίῃσι -
οἶδα 3;Imp;Past ἴστω - - -
οἶδα 3;Opt;Past εἰδείη - - -
οἶδα 1;Fut;Ind εἴσομαι - εἰσόμεσθα -
οἶδα Gen;Masc;Past εἰδότος - - -
οἶδα Dat;Masc;Past εἰδότι - εἰδόσι -
οἶδα Fut - εἰδήσειν - -
οἶδα 3;Ind;Pres ἴσασ̓ - ἴσασιν -
οἶδα 2;Ind;Pqp ᾔδησθα - - -
οἶδα Acc;Fem;Past - - ἰδυίας -
οἶδα Masc;Past;Voc εἰδώς - - -
οἶδα 3;Past;Sub εἰδῇ - - -
ἄγω 3;Ind;Past ἦγε - ἦγον -
ἄγω 3;Imp;Pres ἀγέσθω - - -
ἄγω Past - ἀγαγέσθαι - -
ἄγω 3;Ind;Pres ἄγει - ἄγουσι -
ἄγω Masc;Nom;Pres ἄγων - ἄγοντες ἄγοντε
ἄγω 2;Pres;Sub ἄγῃς - - -
ἄγω Pres - ἄγειν - -
ἄγω 2;Fut;Ind ἄξεις - ἄξεθ̓ -
ἄγω 3;Past;Sub ἀγάγῃσιν - - -
ἄγω 3;Pres;Sub ἄγῃ - ἄγωσιν -
ἄγω 3;Fut;Ind ἄξει - - -
ἄγω Acc;Masc;Pres ἄγοντ̓ - ἄγοντας -
ἄγω 2;Imp;Past ἄγαγε - ἄξετε -
ἄγω 1;Past;Sub ἀγάγωμι - ἄξομεν -
ἄγω 2;Imp;Pres ἄγε - ἄξεσθε -
ἄγω Masc;Nom;Past ἀγαγὼν - - ἀγαγόνθ̓
ἄγω 1;Ind;Past ἦγον - - -
ἄγω Dat;Masc;Pres ἄγοντι - ἄγουσιν -
ἄγω 3;Opt;Pres ἄγοι - - -
ἄγω 1;Fut;Ind ἄξω - - -
ἄγω 1;Pres;Sub ἄγω - ἄγωμεν -
ἄγω Fut - ἄξειν - -
ἄγω Fem;Nom;Past ἀγαγομένη - - -
ἄγω Fem;Nom;Pres - - ἄγουσαι -
ἄγω 2;Ind;Pres ἄγεις - - -
ἄγω 2;Opt;Pres - - ἄγοιτ̓ -
ἄγω 1;Ind;Pres ἄγομαι - - -
ἄγω Acc;Fem;Pres ἀγομέναν - - -
θνήσκω Gen;Masc;Past θανόντος - θανόντων θανόντοιν
θνήσκω 3;Ind;Past ἔθαν̓ - θνῇσκον -
θνήσκω Past - θανεῖν - -
θνήσκω Acc;Masc;Past θανόντ̓ - τεθνηῶτας -
θνήσκω Masc;Nom;Pres θνῄσκων - θνήσκοντες -
θνήσκω Dat;Masc;Past θανόντι - θανοῦσιν -
θνήσκω Masc;Nom;Past θανὼν - θανόντες -
θνήσκω 2;Opt;Past θάνοις - - -
θνήσκω Acc;Masc;Pres - - θνήσκοντας -
θνήσκω Fut - θανέεσθαι - -
θνήσκω Pres - θνῄσκειν - -
θνήσκω 3;Imp;Past τεθνάτω - - -
θνήσκω 3;Past;Sub θάνῃ - θάνωσι -
θνήσκω 3;Fut;Ind θανεῖται - - -
θνήσκω 1;Opt;Past θάνοιμι - - -
θνήσκω 1;Past;Sub θάνω - - -
θνήσκω Fem;Nom;Past θανοῦσά - - -
θνήσκω 2;Past;Sub θάνῃς - - -
θνήσκω 1;Ind;Past τέθνηκ̓ - - -
θνήσκω Fut;Masc;Nom θανούμενος - - -
θνήσκω 1;Fut;Ind θανοῦμαι - - -
θνήσκω 3;Opt;Past θάνοι - - -
θνήσκω 2;Imp;Past τέθναθι - - -
θνήσκω Acc;Neut;Past τεθνεός - - -
θνήσκω 2;Ind;Past ἔθανες - - -
θνήσκω Fem;Nom;Pres θνῄσκουσ̓ - - -
θνήσκω 3;Pres;Sub θνῄσκῃ - - -
θνήσκω Gen;Masc;Pres θνῄσκοντος - - -
πείθω 3;Ind;Past ἔπειθε - πίθοντο πιθέσθην
πείθω 1;Fut;Ind πείσομαι - - -
πείθω 3;Ind;Pqp ἐπεποίθει - - -
πείθω 2;Imp;Pres πείθου - - -
πείθω 1;Ind;Pqp - - ἐπέπιθμεν -
πείθω 2;Past;Sub πίθῃ - - -
πείθω 1;Pres;Sub - - πειθώμεθα -
πείθω 3;Opt;Past πεπίθοιθ̓ - πιθοίατο -
πείθω Masc;Nom;Past πεποιθὼς - πεποιθότες -
πείθω 2;Imp;Past πιθοῦ - πίθεσθέ -
πείθω 1;Ind;Past πέποιθα - - -
πείθω 3;Ind;Pres πείθει - πείθουσι -
πείθω Acc;Masc;Past - - πεποιθότας -
πείθω Past - πιθέσθαι - -
πείθω 1;Ind;Pres πείθομαι - - -
πείθω Pres - πείθεσθαι - -
πείθω 1;Opt;Past πιθοίμην - πεπίθοιμεν -
πείθω 2;Fut;Ind πείσεις - - -
πείθω 3;Pres;Sub πείθηται - - -
πείθω Masc;Pres;Voc - - πειθόμενοι -
πείθω 3;Opt;Pres πείθοι - πειθοίατο -
πείθω 1;Past;Sub - - πιθώμεθα -
πείθω 3;Imp;Past - - πιθέσθων -
πείθω Fut - πεισέμεν - -
πείθω 3;Fut;Ind πείσει - - -
πείθω 3;Past;Sub πίθηται - - -
πείθω 2;Opt;Past πίθοιο - - -
πείθω Fem;Nom;Past πεπιθοῦσα - - -
πείθω Gen;Masc;Pres - - πειθομένων -
πείθω Masc;Nom;Pres - - πειθόμενοι -
πείθω Gen;Neut;Past πεισθέντος - - -
πείθω 2;Ind;Past ἔπειθες - - -
λαμβάνω Pres - λαμβάνειν - -
λαμβάνω 3;Ind;Past λάβε - ἐλάμβανον λαβέτην
λαμβάνω Masc;Nom;Past λαβὼν - λαβόντες -
λαμβάνω 1;Opt;Past λάβοιμ̓ - λάβοιμεν -
λαμβάνω Masc;Nom;Pres λαμβάνων - - -
λαμβάνω Fem;Nom;Past λαβομένη - - λαβόντε
λαμβάνω 1;Past;Sub λάβω - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Past λαβόντα - λαβόντας -
λαμβάνω Past - λαβεῖν - -
λαμβάνω 2;Ind;Past ἔλαβες - - -
λαμβάνω 3;Imp;Past λαβέτω - - -
λαμβάνω 2;Ind;Pres λαμβάνεις - - -
λαμβάνω 2;Fut;Ind λάμψεαι - - -
λαμβάνω 3;Opt;Past λάβοι - - -
λαμβάνω 1;Ind;Past εἴληφα - - -
λαμβάνω 2;Opt;Past λάβοις - - -
λαμβάνω Fem;Gen;Past λαβούσης - - -
λαμβάνω 2;Imp;Past λαβὲ - - -
λαμβάνω 3;Past;Sub λάβῃσιν - - -
λαμβάνω 3;Ind;Pqp εἰλήφει - - -
λαμβάνω 2;Past;Sub λάβῃς - λάβητε -
λαμβάνω 3;Ind;Pres λαμβάνει - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Pres λαμβανόμενον - λαμβάνοντας -
λαμβάνω Fut - λήψεσθαι - -
λαμβάνω Gen;Masc;Past - - εἰληφότων -
ὁράω 1;Ind;Past ὄπωπα - - -
ὁράω 3;Ind;Past ὤφθη - ὁρῶντο -
ὁράω 2;Imp;Pres ὅρα - ὁρᾶτε -
ὁράω 1;Ind;Pres ὁρῶ - ὁρῶμεν -
ὁράω 2;Ind;Pres ὁρᾷς - - -
ὁράω 3;Ind;Pqp ὀπώπεε - - -
ὁράω Pres - ὁρᾶν - -
ὁράω Masc;Nom;Pres ὁρέων - ὁρόωντες -
ὁράω Dat;Fem;Pres ὁρώσῃ - - -
ὁράω Fut - ὄψεσθαι - -
ὁράω 3;Past;Sub ὄψεται - - -
ὁράω 3;Ind;Pres ὁρᾷ - ὁρῶσι -
ὁράω Dat;Masc;Past - - ὀφθεῖσι -
ὁράω 2;Fut;Ind ὄψεαι - - -
ὁράω Fem;Fut;Nom ὀψομένη - ὀψόμεναί -
ὁράω 3;Fut;Ind ὄψεται - - -
ὁράω Past - ὀφθῆναι - -
ὁράω Acc;Fem;Past ὀφθεῖσαν - - -
ὁράω 3;Opt;Pres ὁρῷτο - - -
ὁράω Neut;Pres;Voc ὁρᾶν - - -
ὁράω Dat;Masc;Pres ὁρῶντι - - -
ὁράω 2;Opt;Pres - - ὁρόῳτε -
ὁράω Neut;Nom;Pres ὁρῶν - - -
ὁράω Fem;Nom;Pres ὁρωμένη - - -
ὁράω Masc;Pres;Voc ὁρᾶν - - -
ὁράω Acc;Masc;Pres ὁρῶντ̓ - - -
ὁράω 2;Ind;Past ὄπωπας - - -
μάχομαι Pres - μάχεσθαι - -
μάχομαι 3;Pres;Sub μάχηται - μάχωνται -
μάχομαι 3;Ind;Past μαχέσσατο - μάχοντο μαχέσθην
μάχομαι Masc;Nom;Past μαχεσάμενος - μαχεσάμενοι μαχεσσαμένω
μάχομαι Dat;Masc;Past - - μαχομένοισι -
μάχομαι 1;Ind;Pres - - μαχόμεσθα -
μάχομαι 1;Fut;Ind μαχήσομαι - μαχησόμεθ̓ -
μάχομαι Past - μαχέσασθαι - -
μάχομαι 2;Opt;Past μαχέσαιο - - -
μάχομαι 1;Opt;Pres μαχοίμην - - -
μάχομαι 1;Pres;Sub μάχωμαι - μαχώμεθα -
μάχομαι Fem;Nom;Pres - - - μαχουμένα
μάχομαι 3;Ind;Pres - - μάχονται -
μάχομαι 3;Fut;Ind μαχήσεται - μαχέονται -
μάχομαι 3;Opt;Pres μάχοιτο - μαχέοιντο -
μάχομαι 3;Imp;Pres μαχέσθω - - -
μάχομαι Fut;Masc;Nom μαχησόμενος - μαχούμενοι -
μάχομαι 2;Imp;Pres - - μάχεσθ̓ μάχεσθον
μάχομαι 1;Opt;Past μαχεσσαίμην - - -
μάχομαι 1;Ind;Past μαχόμην - μαχεσσάμεθ̓ -
μάχομαι 2;Ind;Pres μάχεαι - μάχεσθε -
μάχομαι Masc;Nom;Pres - - μαχόμενοι -
μάχομαι Fut - μαχήσεσθαι - -
μάχομαι 2;Fut;Ind μαχήσεαι - - -
μάχομαι Acc;Masc;Past μαχεσσάμενον - - -
μάχομαι 3;Opt;Past μαχέσαιτο - - -
ἐθέλω 3;Ind;Past ἤθελε - ἠθέλησαν ἠθελησάτην
ἐθέλω Masc;Nom;Pres θέλων - θέλοντες -
ἐθέλω 2;Ind;Pres ἐθέλεις - - -
ἐθέλω 3;Ind;Pres θέλει - ἐθέλουσι -
ἐθέλω 3;Opt;Pres ἐθέλοι - - -
ἐθέλω 3;Pres;Sub ἐθέλῃσιν - ἐθέλωσι -
ἐθέλω 1;Ind;Pres θέλω - - -
ἐθέλω Fem;Nom;Pres θέλουσα - - -
ἐθέλω Dat;Fem;Pres ἐθελούσῃ - - -
ἐθέλω Acc;Masc;Pres ἐθέλοντα - ἐθέλοντας -
ἐθέλω 1;Opt;Pres ἐθέλοιμι - ἐθέλοιμεν -
ἐθέλω 2;Pres;Sub ἐθέλῃσθα - ἐθέλητε -
ἐθέλω 2;Opt;Pres θέλοις - - -
ἐθέλω 1;Ind;Past ἔθελον - - -
ἐθέλω 2;Imp;Pres ἔθελ̓ - - -
ἐθέλω 1;Past;Sub - - ἐθελήσομεν -
ἐθέλω Pres - θέλειν - -
ἐθέλω 3;Past;Sub ἐθελήσει - - -
ἐθέλω 2;Ind;Past - - - ἠθέλετον
ἐθέλω Past - θελῆσαι - -
ἐθέλω 1;Pres;Sub ἐθέλωμι - - -
ἐθέλω Gen;Masc;Pres θέλοντος - - -
πίπτω Masc;Nom;Past πεσών - πεσόντες -
πίπτω 3;Ind;Past πέσεν - ἔπεσον πεσέτην
πίπτω Fut - πεσέεσθαι - -
πίπτω 3;Past;Sub πέσῃ - - -
πίπτω Masc;Nom;Pres πίπτων - - -
πίπτω Gen;Masc;Pres πίπτοντος - πιπτόντων -
πίπτω Acc;Masc;Past πεπτῶτ̓ - πεσόντας πεσόντ̓
πίπτω 3;Opt;Past - - πέσοιεν -
πίπτω Past - πεσεῖν - -
πίπτω 3;Ind;Pres πίπτει - πίπτουσιν -
πίπτω Fem;Gen;Past πεσούσης - - -
πίπτω Gen;Masc;Past πεσόντος - πεσόντων -
πίπτω Pres - πίπτειν - -
πίπτω Acc;Fem;Past πεσοῦσαν - - -
πίπτω 1;Fut;Ind - - πεσούμεθ̓ -
πίπτω Neut;Nom;Past πεπτωκός - - -
πίπτω Acc;Masc;Pres πίπτοντα - - -
πίπτω Acc;Neut;Past - - πεπτεῶτ̓ -
πίπτω 3;Pres;Sub - - πίπτωσιν -
πίπτω 1;Ind;Past πέπτωχ̓ - - -
πίπτω Fem;Nom;Past πεσοῦσα - - -
πίπτω Fem;Nom;Pres - - πίπτουσαι -
πίπτω 2;Past;Sub πέσῃς - - -
ἄρχω 3;Ind;Pres ἄρχει - - -
ἄρχω 2;Ind;Pres ἄρχεις - - -
ἄρχω 3;Ind;Past ἦρχε - ἦρχον -
ἄρχω Masc;Nom;Past ἄρξας - ἀρξάμενοι -
ἄρχω 1;Ind;Past ἦρχον - ἄρχομεν -
ἄρχω 3;Past;Sub - - ἄρξωσι -
ἄρχω Gen;Masc;Pres ἄρχοντος - ἀρχόντων -
ἄρχω 1;Ind;Pres ἄρχομ̓ - ἄρχομεν -
ἄρχω 3;Fut;Ind ἄρξει - - -
ἄρχω 2;Imp;Pres ἄρχε - - -
ἄρχω Dat;Masc;Pres ἄρχοντι - - -
ἄρχω 3;Pres;Sub ἄρχῃ - - -
ἄρχω 3;Imp;Pres ἀρχέτω - - -
ἄρχω Fem;Nom;Pres - - ἀρχόμεναί -
ἄρχω Masc;Nom;Pres ἀρχόμενος - - -
ἄρχω Pres - ἄρχεσθαι - -
ἄρχω 1;Fut;Ind - - ἄρξομεν -
ἄρχω 2;Opt;Pres ἄρχοις - - -
ἄρχω 1;Pres;Sub - - ἀρχώμεθ̓ -
ἄρχω Gen;Neut;Pres ἀρχομένου - - -
ἄρχω Fem;Nom;Past ἄρξασα - - -
ἄρχω 2;Fut;Ind ἄρξεις - - -
ἄρχω Gen;Masc;Past - - ἀρξάντων -
ἄρχω Past - ἄρξαι - -
ἄρχω 3;Opt;Past - - ἄρξειαν -
ἄρχω Acc;Masc;Pres - - ἀρχομένους -
ἄρχω 3;Opt;Pres ἄρχοιτ̓ - - -
ἄρχω Acc;Fem;Pres - - ἄρχοντας -
ὄρνυμι 3;Ind;Past ὦρσεν - ὦρσαν -
ὄρνυμι 2;Past;Sub - - ὄρσητε -
ὄρνυμι Past - ὄρθαι - -
ὄρνυμι 3;Ind;Pqp ὀρώρει - ὄρωρεν -
ὄρνυμι Pres - ὀρνύμεναι - -
ὄρνυμι 2;Imp;Past ὄρσο - - -
ὄρνυμι 3;Ind;Pres ὄρνυτ̓ - - -
ὄρνυμι 2;Imp;Pres ὄρνυθι - ὄρνυτ̓ -
ὄρνυμι Fem;Nom;Past ὄρσασ̓ - - -
ὄρνυμι 3;Pres;Sub ὀρώρηται - - -
ὄρνυμι 3;Past;Sub ὄρσῃ - - -
ὄρνυμι Gen;Masc;Pres ὀρνυμένοιο - ὀρνυμένων -
ὄρνυμι Masc;Nom;Past - - - ὀρμένω
ὄρνυμι Neut;Nom;Past - - ὄρμενα -
ὄρνυμι Fem;Fut;Nom ὄρσουσα - - -
ὄρνυμι 2;Fut;Ind ὄρσεις - - -
καλέω 3;Ind;Past καλέσσατο - κάλεον -
καλέω Pres - καλήμεναι - -
καλέω 1;Ind;Pres καλῶ - - -
καλέω 3;Pres;Sub καλῆται - - -
καλέω Fut - καλέειν - -
καλέω Masc;Nom;Past καλεσσάμενος - καλέσαντες -
καλέω 3;Ind;Pres καλέει - καλέουσ̓ -
καλέω Past - κεκλῆσθαι - -
καλέω 2;Fut;Ind καλεῖ - - -
καλέω 2;Imp;Pres κάλει - καλεῖτ̓ -
καλέω Masc;Nom;Pres καλεόμενος - καλέοντες -
καλέω Acc;Fem;Fut - - καλεομένας -
καλέω Acc;Neut;Pres καλεόμενον - - -
καλέω Acc;Fut;Masc καλεόμενον - καλουμένους -
καλέω 1;Ind;Past ἐκλήθην - - -
καλέω 3;Opt;Pres καλέοι - - -
καλέω 2;Ind;Past κάλεσσας - - -
καλέω Acc;Neut;Past κληθὲν - - -
καλέω Fem;Nom;Pres καλεομένη - καλέουσ̓ -
καλέω 3;Ind;Pqp ἐκέκλητο - - -
καλέω Fem;Nom;Past καλεσσαμένη - - -
καλέω 1;Opt;Pres καλεοίμην - - -
καλέω 3;Past;Sub κληθῇ - - -
καλέω 3;Fut;Ind κεκλήσεται - - -
καλέω Fut;Masc;Nom καλεόμενος - καλεόμενοι -
καλέω Dat;Fem;Pres - - καλουμέναις -
καλέω Fut;Gen;Masc καλεομένου - καλουμένων -
καλέω 3;Opt;Past καλέσειε - - -
καλέω Dat;Fem;Fut καλεομένῃ - - -
καλέω Fem;Fut;Gen καλεομένης - - -
καλέω 1;Past;Sub καλέσσω - - -
καλέω 2;Ind;Pres καλεῖ - - -
καλέω Gen;Masc;Pres καλουμένου - - -
φεύγω 3;Fut;Ind φεύξεται - φεύξονται -
φεύγω Gen;Masc;Pres - - φευγόντων -
φεύγω Acc;Masc;Pres φεύγοντ̓ - φεύγοντας -
φεύγω Masc;Nom;Pres φεύγων - φεύγοντες -
φεύγω 1;Fut;Ind φεύξομαι - - -
φεύγω Dat;Masc;Pres φεύγοντι - φεύγουσι -
φεύγω Pres - φεύγειν - -
φεύγω Masc;Nom;Past φυγὼν - πεφυζότες φυγόντε
φεύγω 1;Ind;Past φεῦγον - - -
φεύγω 3;Past;Sub φύγῃσι - - -
φεύγω Fut - φεύξεσθαι - -
φεύγω 3;Opt;Past πεφεύγοι - - -
φεύγω 3;Ind;Past ἔφυγεν - φεῦγον -
φεύγω 3;Ind;Pres φεύγει - φεύγουσι -
φεύγω Past - φυγεῖν - -
φεύγω 2;Imp;Pres φεύγου - - -
φεύγω Gen;Masc;Past φυγόντος - - -
φεύγω 2;Past;Sub φύγῃς - - -
φεύγω 1;Opt;Past - - φύγοιμεν -
φεύγω 1;Pres;Sub φεύγω - φεύγωμεν -
φεύγω 1;Past;Sub - - φύγωμεν -
φεύγω Acc;Masc;Past πεφυγμένον - - -
φεύγω 2;Ind;Pres φεύγεις - φεύγετε -
φεύγω 2;Opt;Past φύγοις - - -
φεύγω 2;Ind;Past ἔφυγες - - -
φεύγω Fem;Nom;Pres - - φεύγουσαι -
φεύγω 3;Imp;Pres - - φευγόντων -
φεύγω 3;Ind;Pqp - - ἐπεφεύγεσαν -