Back to Case information

Examples of word types for each Case value :

The word types shown below are ordered by token frequency in the treebank.

Lemma Morphosyntactic
Attributes
Case
NA Nom Acc Dat Gen Voc
λέγω 3;Ind;Past;Sing εἶπεν - - - - -
λέγω 3;Ind;Plur;Pres λέγουσιν - - - - -
λέγω Masc;Pres;Sing - λέγων λεγόμενον λέγοντι λέγοντος -
λέγω 2;Ind;Pres;Sing λέγεις - - - - -
λέγω 1;Fut;Ind;Plur ἐροῦμεν - - - - -
λέγω 3;Ind;Past;Plur εἶπαν - - - - -
λέγω 2;Fut;Ind;Sing ἐρεῖς - - - - -
λέγω 1;Ind;Pres;Sing λέγω - - - - -
λέγω Neut;Plur;Pres - λέγοντα λεγόμενα λεγομένοις λεγομένων -
λέγω Masc;Plur;Pres - λέγοντες λέγοντας λέγουσι λεγόντων λέγοντες
λέγω 3;Ind;Pres;Sing λέγει - - - - -
λέγω 2;Imp;Past;Sing εἰπὸν - - - - -
λέγω 2;Past;Plur;Sub εἴπητέ - - - - -
λέγω 2;Imp;Past;Plur εἴπατε - - - - -
λέγω Fem;Pres;Sing - λέγουσα λέγουσαν - λεγούσης -
λέγω Neut;Past;Sing - εἰρημένον ῥηθέντα - εἰρημένου -
λέγω Masc;Past;Sing - εἴπας εἰπόντα εἰρημένῳ εἰπόντος -
λέγω 2;Past;Sing;Sub εἴπῃς - - - - -
λέγω Pres λέγεσθαι - - - - -
λέγω 2;Ind;Plur;Pres λέγετε - - - - -
λέγω Masc,Neut;Pres;Sing - - - - λέγοντος -
λέγω 3;Fut;Ind;Sing ἔρηται - - - - -
λέγω 2;Imp;Plur;Pres λέγετέ - - - - -
λέγω 1;Ind;Past;Sing ἔλεγον - - - - -
λέγω Fem;Past;Sing - εἰποῦσα εἰρημένην - - -
λέγω Masc;Past;Plur - συλλεγέντες - εἰρημένοισι λεχθέντων -
λέγω Past εἰρηκέναι - - - - -
λέγω Neut;Pres;Sing - λέγον λεγόμενον λεγομένῳ λέγοντος -
λέγω 3;Plur;Pres;Sub λέγωσιν - - - - -
λέγω 2;Ind;Past;Sing εἶπας - - - - -
λέγω 3;Past;Plur;Sub εἴπωσιν - - - - -
λέγω Neut;Past;Plur - εἰρημένα λεχθέντα εἰρημένοισι ῥηθέντων -
λέγω 3;Fut;Ind;Plur ἐροῦσίν - - - - -
λέγω 1;Past;Plur;Sub εἴπωμεν - - - - -
λέγω Fem;Plur;Pres - λέγουσαι λεγομένας - - -
λέγω 1;Fut;Ind;Sing ἐρῶ - - - - -
λέγω 1;Past;Sing;Sub εἴπω - - - - -
λέγω 1;Ind;Plur;Pres λέγομεν - - - - -
λέγω 3;Past;Sing;Sub εἴπῃ - - - - -
λέγω 2;Fut;Ind;Plur ἐρεῖτε - - - - -
λέγω 3;Imp;Past;Sing εἰπάτω - - - - -
λέγω 1;Pres;Sing;Sub λέγω - - - - -
λέγω 2;Ind;Past;Plur ἐλέγετε - - - - -
λέγω 3;Ind;Pqp;Sing εἰρήκει - - - - -
λέγω Fut;Masc;Sing - λέξων - - - -
λέγω 2;Plur;Pres;Sub λέγητε - - - - -
λέγω 3;Opt;Plur;Pres λέγοιεν - - - - -
λέγω Fem;Past;Plur - - - λεχθείσῃσι - -
λέγω 3;Pres;Sing;Sub λέγῃ - - - - -
λέγω 1;Plur;Pres;Sub λέγωμεν - - - - -
λέγω Masc,Neut;Past;Sing - - - εἰρημένῳ - -
λέγω 3;Opt;Past;Sing εἴποι - - - - -
λέγω 2;Imp;Pres;Sing λέγε - - - - -
λέγω 3;Opt;Pres;Sing λέγοι - - - - -
λέγω 3;Imp;Past;Plur εἰπάτωσαν - - - - -
λέγω 3;Imp;Plur;Pres λεγόντων - - - - -
λέγω 3;Imp;Pres;Sing λεγέτω - - - - -
γίγνομαι 3;Past;Sing;Sub γένηται - - - - -
γίγνομαι 3;Ind;Past;Sing γέγονεν - - - - -
γίγνομαι 2;Ind;Past;Sing ἐγένεο - - - - -
γίγνομαι 3;Ind;Plur;Pres γίνονται - - - - -
γίγνομαι Fem;Plur;Pres - γινόμεναι γινομένας - - -
γίγνομαι 1;Ind;Past;Plur ἐγενήθημεν - - - - -
γίγνομαι Masc;Past;Sing - γενόμενος γεγονότα - γενομένου -
γίγνομαι 2;Ind;Past;Plur ἐγενήθητε - - - - -
γίγνομαι Past γενέσθαι - - - - -
γίγνομαι Masc;Plur;Pres - γινόμενοι γινομένους - γινομένων -
γίγνομαι 3;Ind;Past;Plur ἐγένοντο - - - - -
γίγνομαι Neut;Past;Sing - γενόμενον γενόμενον γεγονότι γενομένου -
γίγνομαι 3;Imp;Past;Sing γενηθήτω - - - - -
γίγνομαι 3;Ind;Pres;Sing γίνεται - - - - -
γίγνομαι 1;Ind;Past;Sing γέγονα - - - - -
γίγνομαι Pres γίνεσθαι - - - - -
γίγνομαι 3;Ind;Pqp;Sing ἐγεγόνεε - - - - -
γίγνομαι Fem;Past;Sing - γενομένη γενομένην γενομένῃ γενομένης -
γίγνομαι Neut;Plur;Pres - γινόμενα γινόμενα γινομένοις γινομένων -
γίγνομαι 1;Ind;Plur;Pres γινόμεθα - - - - -
γίγνομαι Fem;Pres;Sing - γινομένη γινομένην - γινομένης -
γίγνομαι Masc;Past;Plur - γεγονότες γενηθέντας γενομένοις γενομένων -
γίγνομαι 3;Imp;Pres;Sing γινέσθω - - - - -
γίγνομαι Neut;Pres;Sing - γινόμενον γινόμενον - γινομένου -
γίγνομαι 1;Past;Sing;Sub γένωμαι - - - - -
γίγνομαι 2;Imp;Plur;Pres γίνεσθε - - - - -
γίγνομαι 3;Fut;Ind;Sing γενήσεται - - - - -
γίγνομαι 3;Opt;Past;Sing γένοιτο - - - - -
γίγνομαι Neut;Past;Plur - γενόμενα γενόμενα γενομένοις γενομένων -
γίγνομαι Fem;Past;Plur - γεγονυῖαι γενομένας - γενομενέων -
γίγνομαι Masc,Neut;Past;Sing - - γενόμενον - γενομένου -
γίγνομαι 3;Pres;Sing;Sub γίνηται - - - - -
γίγνομαι 2;Fut;Ind;Plur γενήσεσθε - - - - -
γίγνομαι Masc,Neut;Pres;Sing - - γινόμενον - - -
γίγνομαι 2;Past;Sing;Sub γένῃ - - - - -
γίγνομαι 2;Imp;Pres;Sing γίνου - - - - -
γίγνομαι 3;Opt;Past;Plur γενοίατο - - - - -
γίγνομαι 3;Past;Plur;Sub γένωνται - - - - -
γίγνομαι 2;Past;Plur;Sub γενήθητε - - - - -
γίγνομαι 2;Ind;Pres;Sing γίνεαι - - - - -
γίγνομαι Masc;Pres;Sing - γενόμενος γινόμενόν γινομένῳ γινομένου -
γίγνομαι 1;Past;Plur;Sub γενηθῶμεν - - - - -
γίγνομαι 1;Plur;Pres;Sub γινώμεθα - - - - -
γίγνομαι 3;Ind;Plur;Pqp ἐγεγόνεσαν - - - - -
γίγνομαι 3;Opt;Pres;Sing γίνοιτ’ - - - - -
γίγνομαι Fut;Neut;Sing - - γενησόμενον - - -
γίγνομαι 3;Plur;Pres;Sub γίνωνται - - - - -
ἔχω Masc;Pres;Sing - ἔχων ἔχοντα ἔχοντι ἔχοντος -
ἔχω 3;Pres;Sing;Sub ἔχῃ - - - - -
ἔχω Pres ἔχειν - - - - -
ἔχω 3;Ind;Past;Plur εἶχον - - - - -
ἔχω 2;Ind;Past;Sing εἶχες - - - - -
ἔχω 2;Ind;Pres;Sing ἔχεις - - - - -
ἔχω 3;Ind;Pres;Sing ἔχει - - - - -
ἔχω 2;Ind;Plur;Pres ἔχετε - - - - -
ἔχω Masc;Past;Plur - ἔχοντες - - σχόντων -
ἔχω Fem;Pres;Sing - ἔχουσα ἔχουσαν ἐχούσῃ ἐχούσης -
ἔχω 3;Ind;Past;Sing ἔσχε - - - - -
ἔχω 3;Opt;Plur;Pres ἔχοιεν - - - - -
ἔχω Masc;Plur;Pres - ἔχοντες ἔχοντας ἔχουσι ἐχόντων -
ἔχω 1;Ind;Plur;Pres ἔχομεν - - - - -
ἔχω 3;Ind;Plur;Pres ἔχουσιν - - - - -
ἔχω Fem;Plur;Pres - ἔχουσαι ἐχομένας ἐχούσαις - -
ἔχω 1;Fut;Ind;Plur ἕξομεν - - - - -
ἔχω 3;Imp;Pres;Sing ἐχέτω - - - - -
ἔχω Masc;Past;Sing - σχὼν σχόντα - - -
ἔχω Neut;Plur;Pres - ἔχοντα ἔχοντα - ἐχόντων -
ἔχω 2;Imp;Pres;Sing ἔχε - - - - -
ἔχω 1;Pres;Sing;Sub ἔχω - - - - -
ἔχω 2;Past;Plur;Sub σχῆτε - - - - -
ἔχω 2;Fut;Ind;Sing ἕξεις - - - - -
ἔχω 3;Fut;Ind;Sing ἕξει - - - - -
ἔχω Fut ἕξειν - - - - -
ἔχω 1;Past;Sing;Sub σχῶ - - - - -
ἔχω 1;Ind;Pres;Sing ἔχω - - - - -
ἔχω 2;Imp;Plur;Pres ἔχετε - - - - -
ἔχω 3;Fut;Ind;Plur ἕξουσι - - - - -
ἔχω Neut;Pres;Sing - ἔχον ἔχον - ἔχοντος -
ἔχω 2;Plur;Pres;Sub ἔχητε - - - - -
ἔχω 1;Plur;Pres;Sub ἔχωμεν - - - - -
ἔχω 3;Plur;Pres;Sub ἔχωσι - - - - -
ἔχω 2;Past;Sing;Sub σχῇς - - - - -
ἔχω 3;Opt;Pres;Sing ἔχοι - - - - -
ἔχω 1;Ind;Past;Sing ἔσχον - - - - -
ἔχω Fut;Masc;Sing - σχήσων - - - -
ἔχω Masc,Neut;Plur;Pres - - - ἔχουσι - -
ἔχω 1;Ind;Past;Plur ἐσχήκαμεν - - - - -
ἔχω Past σχεῖν - - - - -
ἔχω 1;Past;Plur;Sub σχῶμεν - - - - -
ἔχω 2;Ind;Past;Plur εἴχετε - - - - -
ποιέω 3;Ind;Past;Sing ἐποίησεν - - - - -
ποιέω Masc;Past;Sing - ποιήσας ποιησάμενον ποιήσαντι πεποιηκότος -
ποιέω 3;Ind;Plur;Pres ποιεῦνται - - - - -
ποιέω 3;Ind;Past;Plur ἐποιήσαντο - - - - -
ποιέω Past ποιῆσαι - - - - -
ποιέω 2;Ind;Past;Sing ἐποίησας - - - - -
ποιέω 2;Plur;Pres;Sub ποιῆτε - - - - -
ποιέω 3;Past;Sing;Sub ποιήσῃ - - - - -
ποιέω 1;Past;Sing;Sub ποιήσω - - - - -
ποιέω 3;Fut;Ind;Sing ποιήσει - - - - -
ποιέω Masc;Plur;Pres - ποιοῦντες ποιεῦντας ποιέουσι ποιεύντων -
ποιέω Masc;Pres;Sing - ποιεύμενος ποιέοντα ποιευμένῳ ποιέοντος -
ποιέω Pres ποιέειν - - - - -
ποιέω 2;Ind;Pres;Sing ποιεῖς - - - - -
ποιέω 1;Past;Plur;Sub ποιήσωμεν - - - - -
ποιέω 3;Ind;Pres;Sing ποιεῖ - - - - -
ποιέω 1;Ind;Past;Sing ἐποίησα - - - - -
ποιέω 2;Ind;Plur;Pres ποιεῖτε - - - - -
ποιέω Neut;Past;Plur - πεποιημένα πεποιημένα - πεποιημένων -
ποιέω 1;Ind;Pres;Sing ποιῶ - - - - -
ποιέω 3;Ind;Pqp;Sing ἐπεποίητο - - - - -
ποιέω 1;Ind;Past;Plur ἐποιήσαμεν - - - - -
ποιέω 2;Imp;Past;Plur ποιήσατε - - - - -
ποιέω 2;Imp;Plur;Pres ποιεῖσθε - - - - -
ποιέω Masc;Past;Plur - ποιησάμενοι ποιήσαντας ποιήσασι ποιησάντων -
ποιέω 2;Ind;Past;Plur ἐποιήσατε - - - - -
ποιέω Fut ποιήσειν - - - - -
ποιέω Fem;Past;Plur - πεποιημέναι πεποιημένας - - -
ποιέω 2;Imp;Pres;Sing ποίεε - - - - -
ποιέω 1;Fut;Ind;Sing ποιήσω - - - - -
ποιέω 1;Opt;Pres;Sing ποιέοιμι - - - - -
ποιέω Neut;Pres;Sing - ποιοῦν ποιεύμενον ποιοῦντι - -
ποιέω 2;Pres;Sing;Sub ποιῇς - - - - -
ποιέω 2;Opt;Past;Sing ποιήσειας - - - - -
ποιέω 3;Opt;Plur;Pres ποιέοιεν - - - - -
ποιέω Fem;Pres;Sing - ποιεύμενα ποιευμένην - - -
ποιέω 3;Imp;Pres;Sing ποιείτω - - - - -
ποιέω 3;Past;Plur;Sub ποιήσωσιν - - - - -
ποιέω 2;Fut;Ind;Plur ποιήσετε - - - - -
ποιέω 2;Past;Sing;Sub ποιήσῃς - - - - -
ποιέω Neut;Plur;Pres - ποιεόμενα - ποιευμένοισι - -
ποιέω 2;Imp;Past;Sing ποίησον - - - - -
ποιέω 3;Plur;Pres;Sub ποιέωνται - - - - -
ποιέω Fut;Masc;Sing - ποιήσων ποιήσοντα - - -
ποιέω Neut;Past;Sing - ποιηθὲν ποιηθὲν - - -
ποιέω 3;Fut;Ind;Plur ποιήσουσι - - - - -
ποιέω 3;Imp;Past;Sing ποιησάτω - - - - -
ποιέω 3;Opt;Pres;Sing ποιέοιτο - - - - -
ποιέω 1;Fut;Ind;Plur ποιησόμεθα - - - - -
ποιέω Neut;Plur - ποιητέα ποιητέα - - -
ποιέω 3;Opt;Past;Plur πεποιήκοιεν - - - - -
ποιέω Fem;Plur;Pres - ποιέουσαι - - - -
ποιέω 3;Pres;Sing;Sub ποιέηται - - - - -
ποιέω 3;Ind;Plur;Pqp πεποιήκεισαν - - - - -
ποιέω 2;Fut;Ind;Sing ποιήσεις - - - - -
ποιέω 1;Plur;Pres;Sub ποιέωμεν - - - - -
ποιέω 2;Past;Plur;Sub ποιήσητε - - - - -
ποιέω Neut;Sing - ποιητέον - - - -
ποιέω 1;Pres;Sing;Sub ποιῶ - - - - -
ποιέω 1;Ind;Plur;Pres ποιοῦμεν - - - - -
ποιέω 3;Opt;Past;Sing ποιήσειε - - - - -
ἔρχομαι 1;Ind;Pres;Sing ἔρχομαι - - - - -
ἔρχομαι 3;Imp;Pres;Sing ἐρχέσθω - - - - -
ἔρχομαι 3;Ind;Past;Plur ἦλθαν - - - - -
ἔρχομαι Masc;Pres;Sing - ἐρχόμενος ἐρχόμενον ἐρχομένῳ ἐρχομένου -
ἔρχομαι 3;Ind;Past;Sing ἦλθέ - - - - -
ἔρχομαι Masc;Past;Sing - ἐλθὼν ἐλθόντα ἐλθόντι ἐλθόντος -
ἔρχομαι 3;Ind;Plur;Pres ἔρχονται - - - - -
ἔρχομαι 3;Ind;Pres;Sing ἔρχεται - - - - -
ἔρχομαι Masc;Past;Plur - ἐλθόντες ἐλθόντας ἐλθοῦσι ἐλθόντων -
ἔρχομαι Pres ἔρχεσθαι - - - - -
ἔρχομαι 1;Ind;Past;Sing ἦλθον - - - - -
ἔρχομαι 3;Past;Plur;Sub ἔλθωσιν - - - - -
ἔρχομαι Past ἐλθεῖν - - - - -
ἔρχομαι 1;Ind;Past;Plur ἤλθαμεν - - - - -
ἔρχομαι 1;Fut;Ind;Sing ἐλεύσομαι - - - - -
ἔρχομαι 3;Fut;Ind;Plur ἐλεύσονται - - - - -
ἔρχομαι 3;Ind;Pqp;Sing ἐληλύθει - - - - -
ἔρχομαι 3;Past;Sing;Sub ἔλθῃ - - - - -
ἔρχομαι 1;Past;Sing;Sub ἔλθω - - - - -
ἔρχομαι 2;Imp;Pres;Sing ἔρχου - - - - -
ἔρχομαι Fem;Past;Sing - ἐλθοῦσα ἐληλυθυῖαν - ἐλθούσης -
ἔρχομαι Neut;Plur;Pres - - ἐρχόμενα - - -
ἔρχομαι Neut;Past;Sing - ἐλθὸν - - - -
ἔρχομαι 2;Ind;Past;Plur ἤλθετε - - - - -
ἔρχομαι 3;Fut;Ind;Sing ἐλεύσεται - - - - -
ἔρχομαι 2;Ind;Past;Sing ἦλθες - - - - -
ἔρχομαι 3;Opt;Past;Plur ἔλθοιεν - - - - -
ἔρχομαι Fem;Past;Plur - ἐλθοῦσαι ἐλθούσας - - -
ἔρχομαι Neut;Past;Plur - - - ἐλθοῦσι - -
ἔρχομαι 2;Imp;Plur;Pres ἔρχεσθε - - - - -
ἔρχομαι 2;Ind;Pres;Sing ἔρχῃ - - - - -
ἔρχομαι 2;Past;Sing;Sub ἔλθῃς - - - - -
ἔρχομαι 2;Imp;Past;Sing ἐλθὲ - - - - -
ἔρχομαι Masc;Plur;Pres - ἐρχόμενοι ἐρχομένους - - -
ἔρχομαι 2;Past;Plur;Sub ἔλθητε - - - - -
ἔρχομαι Fem;Pres;Sing - ἐρχομένη - - ἐρχομένης -
ἔρχομαι 1;Opt;Past;Sing ἔλθοιμι - - - - -
ἔρχομαι 3;Pres;Sing;Sub ἔρχηται - - - - -
ἔρχομαι 3;Imp;Past;Sing ἐλθάτω - - - - -
ἔρχομαι 1;Ind;Plur;Pres ἐρχόμεθα - - - - -
ἔρχομαι 1;Fut;Ind;Plur ἐλευσόμεθα - - - - -
ἔρχομαι 3;Ind;Plur;Pqp ἐληλύθεισαν - - - - -
ἔρχομαι Masc,Neut;Pres;Sing - - - ἐρχομένῳ - -
ἔρχομαι Neut;Pres;Sing - - ἐρχόμενον - - -
ἔρχομαι 3;Opt;Past;Sing ἔλθοι - - - - -
ὁράω Masc;Past;Sing - ἰδὼν ἰδόντα ἰδόντι - -
ὁράω 3;Ind;Past;Sing ὥρα - - - - -
ὁράω 2;Imp;Plur;Pres ὁρᾶτε - - - - -
ὁράω Masc;Past;Plur - ἰδόντες ἰδομένους ἰδοῦσι - -
ὁράω Masc;Pres;Sing - ὁρέων - - - -
ὁράω 1;Ind;Past;Sing ἴδον - - - - -
ὁράω 2;Ind;Pres;Sing ὁρᾷς - - - - -
ὁράω 2;Imp;Pres;Sing ὅρα - - - - -
ὁράω 3;Opt;Past;Plur ἴδοιεν - - - - -
ὁράω 3;Past;Plur;Sub ἴδωνται - - - - -
ὁράω 3;Fut;Ind;Plur ὄψονται - - - - -
ὁράω Fem;Past;Sing - ἰδοῦσα ὁρῶσαν - - -
ὁράω 2;Imp;Past;Sing ἴδε - - - - -
ὁράω Past ἰδεῖν - - - - -
ὁράω 3;Ind;Past;Plur ἑωράκασιν - - - - -
ὁράω 2;Past;Plur;Sub ἴδητε - - - - -
ὁράω 2;Imp;Past;Plur ἴδετε - - - - -
ὁράω 1;Ind;Past;Plur εἴδομέν - - - - -
ὁράω 3;Fut;Ind;Sing ὄψεται - - - - -
ὁράω 2;Ind;Past;Sing ἑώρακας - - - - -
ὁράω Masc;Plur;Pres - ὁρῶντες - ὁρῶσι - -
ὁράω 1;Past;Plur;Sub ἴδωμεν - - - - -
ὁράω 3;Opt;Past;Sing ἴδοι - - - - -
ὁράω Pres ὁρᾶν - - - - -
ὁράω 3;Ind;Pqp;Sing ὀπώπεε - - - - -
ὁράω 2;Ind;Plur;Pres ὁρᾶτε - - - - -
ὁράω 1;Fut;Ind;Sing ὀφθήσομαί - - - - -
ὁράω 2;Past;Sing;Sub ἴδῃς - - - - -
ὁράω 1;Past;Sing;Sub ἴδω - - - - -
ὁράω 2;Fut;Ind;Plur ὄψεσθέ - - - - -
ὁράω 3;Past;Sing;Sub ἴδῃ - - - - -
ὁράω 2;Ind;Past;Plur εἴδετε - - - - -
ὁράω Neut;Pres;Sing - ὁρῶν - - - -
ὁράω 2;Fut;Ind;Sing ὄψεαι - - - - -
ὁράω Fem;Pres;Sing - ὁρῶσα - - - -
ὁράω 1;Ind;Pres;Sing ὁρῶ - - - - -
ὁράω Fem;Plur;Pres - ὁρῶσαι - - - -
ὁράω 1;Ind;Plur;Pres ὁρῶμεν - - - - -
ὁράω Neut;Past;Sing - - ἰδόμενον - - -
δίδωμι 3;Ind;Past;Sing ἔδωκεν - - - - -
δίδωμι 3;Fut;Ind;Sing δώσει - - - - -
δίδωμι Pres διδόναι - - - - -
δίδωμι 2;Imp;Past;Sing δός - - - - -
δίδωμι 3;Ind;Pres;Sing δίδωσιν - - - - -
δίδωμι 3;Ind;Pqp;Sing δεδώκει - - - - -
δίδωμι Masc;Past;Sing - δοὺς δόντα - δόντος -
δίδωμι 3;Ind;Past;Plur ἔδωκαν - - - - -
δίδωμι Masc;Plur;Pres - διδόντες - - - -
δίδωμι Fem;Past;Sing - - δεδομένην δοθείσῃ δοθείσης -
δίδωμι Masc;Past;Plur - δόντες - - δόντων -
δίδωμι 1;Fut;Ind;Sing δώσω - - - - -
δίδωμι 3;Ind;Plur;Pres διδοῦσι - - - - -
δίδωμι Past δεδωκέναι - - - - -
δίδωμι 2;Ind;Past;Sing ἔδωκας - - - - -
δίδωμι 2;Past;Plur;Sub δῶτε - - - - -
δίδωμι Masc,Neut;Past;Sing - - - - δόντος -
δίδωμι 3;Opt;Past;Sing δῴη - - - - -
δίδωμι 2;Imp;Past;Plur δότε - - - - -
δίδωμι 1;Past;Plur;Sub δῶμεν - - - - -
δίδωμι 2;Ind;Past;Plur ἐδώκατέ - - - - -
δίδωμι 3;Past;Sing;Sub δῷ - - - - -
δίδωμι 2;Ind;Pres;Sing διδοῖς - - - - -
δίδωμι 2;Opt;Past;Plur δοίητε - - - - -
δίδωμι 2;Imp;Pres;Sing δὸς - - - - -
δίδωμι Neut;Pres;Sing - διδόμενον διδόμενον διδομένῳ - -
δίδωμι Fut δώσειν - - - - -
δίδωμι Neut;Past;Sing - δεδομένον - - - -
δίδωμι 1;Ind;Pres;Sing δίδωμι - - - - -
δίδωμι Fut;Masc;Plur - δώσοντες δώσοντας - - -
δίδωμι 3;Ind;Plur;Pqp δεδώκεισαν - - - - -
δίδωμι 3;Fut;Ind;Plur δώσουσιν - - - - -
δίδωμι Masc;Pres;Sing - διδοὺς διδόντα - διδόντος -
δίδωμι 3;Opt;Pres;Sing διδοίη - - - - -
δίδωμι 1;Ind;Past;Sing δέδωκα - - - - -
δίδωμι 2;Fut;Ind;Sing δώσεις - - - - -
δίδωμι 3;Imp;Past;Sing δότω - - - - -
δίδωμι 2;Imp;Plur;Pres δίδοτε - - - - -
δίδωμι 3;Past;Plur;Sub δῶσιν - - - - -
δίδωμι Masc,Neut;Pres;Sing - - - διδόντι διδόντος -
δίδωμι 1;Ind;Past;Plur ἐδώκαμεν - - - - -
δίδωμι Neut;Plur;Pres - διδόντα - - - -
δίδωμι 1;Ind;Plur;Pres δίδομεν - - - - -
ἀκούω 2;Fut;Ind;Plur ἀκούσετε - - - - -
ἀκούω 1;Ind;Past;Plur ἠκούσαμεν - - - - -
ἀκούω 2;Fut;Ind;Sing ἀκούσῃ - - - - -
ἀκούω 3;Ind;Past;Sing ἤκουσεν - - - - -
ἀκούω Masc;Past;Plur - ἀκούσαντες ἀκούσαντας ἀκούσασιν ἀκουσάντων -
ἀκούω 3;Ind;Past;Plur ἤκουσαν - - - - -
ἀκούω 2;Imp;Past;Plur ἀκούσατε - - - - -
ἀκούω Past ἀκοῦσαι - - - - -
ἀκούω 1;Ind;Past;Sing ἤκουσα - - - - -
ἀκούω Masc;Past;Sing - ἀκούσας ἀκηκοότα - - -
ἀκούω Masc;Plur;Pres - ἀκούοντες ἀκούοντας ἀκούουσιν ἀκουόντων -
ἀκούω 2;Ind;Plur;Pres ἀκούετε - - - - -
ἀκούω Masc;Pres;Sing - ἀκούων ἀκούοντα ἀκούοντι ἀκούοντος -
ἀκούω 3;Ind;Pres;Sing ἀκούεται - - - - -
ἀκούω 2;Ind;Past;Sing ἤκουσας - - - - -
ἀκούω 1;Fut;Ind;Plur ἀκουσόμεθά - - - - -
ἀκούω Pres ἀκούειν - - - - -
ἀκούω Neut;Plur;Pres - ἀκούοντα - - - -
ἀκούω 2;Ind;Past;Plur ἠκούσατε - - - - -
ἀκούω 2;Ind;Pres;Sing ἀκούεις - - - - -
ἀκούω 3;Fut;Ind;Plur ἀκούσονται - - - - -
ἀκούω 2;Imp;Past;Sing ἄκουσον - - - - -
ἀκούω 2;Imp;Plur;Pres ἀκούετε - - - - -
ἀκούω 2;Past;Plur;Sub ἀκούσητε - - - - -
ἀκούω 3;Imp;Pres;Sing ἀκουέτω - - - - -
ἀκούω 3;Past;Plur;Sub ἀκούσωσιν - - - - -
ἀκούω 3;Past;Sing;Sub ἀκούσῃ - - - - -
ἀκούω 1;Ind;Pres;Sing ἀκούω - - - - -
ἀκούω 3;Fut;Ind;Sing ἀκούσει - - - - -
ἀκούω 1;Ind;Plur;Pres ἀκούομεν - - - - -
ἀκούω 3;Imp;Past;Sing ἀκουσάτω - - - - -
ἀκούω Neut;Past;Plur - - - ἀκουσθεῖσιν - -
ἀκούω 3;Ind;Plur;Pres ἀκούουσιν - - - - -
ἀκούω 3;Plur;Pres;Sub ἀκούωσιν - - - - -
ἀκούω 2;Imp;Pres;Sing ἄκουε - - - - -
ἀκούω Fem;Past;Sing - ἀκούσασα - - - -
ἀκούω 1;Pres;Sing;Sub ἀκούω - - - - -
ἀκούω 3;Ind;Pqp;Sing ἀκηκόεε - - - - -
οἶδα 1;Ind;Past;Plur οἴδαμεν - - - - -
οἶδα 3;Ind;Past;Plur οἴδασιν - - - - -
οἶδα 1;Ind;Past;Sing οἶδα - - - - -
οἶδα 2;Ind;Past;Sing οἶδας - - - - -
οἶδα 3;Ind;Pqp;Sing ᾔδει - - - - -
οἶδα 3;Ind;Plur;Pqp ᾔδεισαν - - - - -
οἶδα 2;Past;Sing;Sub εἰδῇς - - - - -
οἶδα 2;Ind;Past;Plur οἴδατε - - - - -
οἶδα Masc;Past;Plur - εἰδότες - εἰδόσιν - -
οἶδα Masc;Past;Sing - εἰδὼς εἰδότα εἰδότι - -
οἶδα Fem;Past;Sing - εἰδυῖά εἰδυῖαν - - -
οἶδα 3;Ind;Past;Sing οἶδεν - - - - -
οἶδα 2;Past;Plur;Sub εἰδῆτε - - - - -
οἶδα 2;Imp;Past;Sing ἴσθι - - - - -
οἶδα 3;Opt;Past;Sing εἰδείη - - - - -
οἶδα Past εἰδέναι - - - - -
οἶδα 1;Ind;Pqp;Sing ᾔδειν - - - - -
οἶδα 3;Past;Sing;Sub εἴδῃ - - - - -
οἶδα 2;Ind;Pqp;Sing ᾔδεις - - - - -
οἶδα 2;Imp;Past;Plur ἴστε - - - - -
οἶδα 1;Past;Sing;Sub εἰδῶ - - - - -
οἶδα 1;Past;Plur;Sub εἰδῶμεν - - - - -
οἶδα Neut;Past;Plur - εἰδότα - - - -
οἶδα 3;Fut;Ind;Plur εἰδήσουσίν - - - - -
οἶδα 2;Ind;Plur;Pqp ᾔδειτε - - - - -
οἶδα 2;Fut;Ind;Sing εἰδήσεις - - - - -
λαμβάνω Masc;Past;Sing - λαβὼν λαβόντα - λαβόντος -
λαμβάνω 3;Ind;Past;Sing λάβεσκε - - - - -
λαμβάνω 1;Past;Plur;Sub λάβωμεν - - - - -
λαμβάνω 2;Imp;Past;Plur λάβετε - - - - -
λαμβάνω Past λαβεῖν - - - - -
λαμβάνω Masc;Pres;Sing - λαμβανόμενος - - - -
λαμβάνω 3;Ind;Pres;Sing λαμβάνει - - - - -
λαμβάνω 3;Past;Sing;Sub λάβῃ - - - - -
λαμβάνω 3;Imp;Past;Sing λαβέτω - - - - -
λαμβάνω Fem;Past;Sing - λαβοῦσα - - - -
λαμβάνω 2;Fut;Ind;Plur λήμψεσθε - - - - -
λαμβάνω 3;Fut;Ind;Sing λήμψεται - - - - -
λαμβάνω 3;Ind;Past;Plur ἔλαβον - - - - -
λαμβάνω 1;Ind;Past;Sing ἔλαβον - - - - -
λαμβάνω Masc;Past;Plur - λαβόντες λαβόντας λαβοῦσι - -
λαμβάνω 3;Fut;Ind;Plur λήμψονται - - - - -
λαμβάνω 2;Ind;Past;Plur ἐλάβετε - - - - -
λαμβάνω 2;Imp;Past;Sing λάβε - - - - -
λαμβάνω Fem;Past;Plur - λαβοῦσαι λαβούσας - - -
λαμβάνω 2;Ind;Past;Sing ἔλαβες - - - - -
λαμβάνω 2;Ind;Plur;Pres λαμβάνετε - - - - -
λαμβάνω Pres λαμβάνειν - - - - -
λαμβάνω 2;Past;Plur;Sub λάβητε - - - - -
λαμβάνω 3;Past;Plur;Sub λάβωσιν - - - - -
λαμβάνω 3;Ind;Plur;Pres λαμβάνουσιν - - - - -
λαμβάνω 2;Ind;Pres;Sing λαμβάνεις - - - - -
λαμβάνω Masc;Plur;Pres - λαμβάνοντες λαμβάνοντας - - -
λαμβάνω 2;Fut;Ind;Sing λάμψεαι - - - - -
λαμβάνω 3;Opt;Past;Sing λάβοι - - - - -
λαμβάνω 1;Past;Sing;Sub λάβω - - - - -
λαμβάνω 2;Opt;Past;Sing λάβοις - - - - -
λαμβάνω 1;Ind;Past;Plur ἐλάβομεν - - - - -
λαμβάνω 1;Fut;Ind;Plur λημψόμεθα - - - - -
λαμβάνω Fem;Pres;Sing - λαμβάνουσα - - - -
λαμβάνω Neut;Pres;Sing - λαμβανόμενον - - - -
καλέω 3;Ind;Plur;Pres καλέουσι - - - - -
καλέω 2;Fut;Ind;Sing καλέσεις - - - - -
καλέω Neut;Pres;Sing - - καλούμενον - καλεομένου -
καλέω 3;Fut;Ind;Sing κληθήσεται - - - - -
καλέω Fem;Pres;Sing - καλεομένη καλεομένην καλεομένῃ καλεομένης -
καλέω 2;Past;Plur;Sub κληθῆτε - - - - -
καλέω Masc;Plur;Pres - καλοῦντες καλεομένους καλεομένοισι καλεομένων -
καλέω Past κεκλῆσθαι - - - - -
καλέω Masc;Pres;Sing - καλούμενος καλούμενον - καλοῦντος -
καλέω 3;Ind;Past;Sing κέκληται - - - - -
καλέω Masc,Neut;Plur;Pres - - - καλεομένοισι - -
καλέω 3;Ind;Pres;Sing καλεῖται - - - - -
καλέω Masc,Neut;Pres;Sing - - καλεόμενον - καλεομένου -
καλέω 3;Ind;Past;Plur ἐκάλουν - - - - -
καλέω Masc;Past;Sing - καλέσας καλέσαντα κεκληκότι κληθέντος -
καλέω Fem;Plur;Pres - καλεόμεναι καλεομένας καλεομένῃσι - -
καλέω Masc;Past;Plur - καλέσαντες κεκλημένους κεκλημένοις κεκλημένων -
καλέω 1;Fut;Ind;Sing καλέσω - - - - -
καλέω 2;Ind;Past;Sing ἐκλήθης - - - - -
καλέω 2;Imp;Pres;Sing κάλει - - - - -
καλέω Neut;Past;Sing - κληθὲν - - - -
καλέω Pres καλέεσθαι - - - - -
καλέω 2;Past;Sing;Sub κληθῇς - - - - -
καλέω 2;Ind;Past;Plur ἐκλήθητε - - - - -
καλέω 2;Imp;Past;Sing κάλεσον - - - - -
καλέω Masc,Neut;Past;Sing - - - - καλέσαντος -
καλέω 3;Past;Sing;Sub καλέσῃ - - - - -
καλέω 1;Ind;Past;Plur ἐκαλέοντο - - - - -
καλέω 2;Imp;Past;Plur καλέσατε - - - - -
καλέω 1;Ind;Plur;Pres καλέομεν - - - - -
καλέω 3;Fut;Ind;Plur κληθήσονται - - - - -
καλέω 3;Opt;Pres;Sing καλέοιτο - - - - -
καλέω 3;Opt;Plur;Pres καλέοιεν - - - - -
καλέω Neut;Plur;Pres - - καλεόμενα - - -
λαλέω 3;Past;Sing;Sub λαλήσῃ - - - - -
λαλέω 3;Fut;Ind;Sing λαλήσει - - - - -
λαλέω Masc;Plur;Pres - λαλοῦντες λαλοῦντας - λαλούντων -
λαλέω 2;Imp;Pres;Sing λάλει - - - - -
λαλέω Past λαλῆσαι - - - - -
λαλέω 3;Ind;Past;Sing ἐλάλησεν - - - - -
λαλέω 3;Ind;Past;Plur ἐλάλησαν - - - - -
λαλέω Neut;Pres;Sing - λαλοῦν - - - -
λαλέω 1;Ind;Pres;Sing λαλῶ - - - - -
λαλέω Pres λαλεῖν - - - - -
λαλέω 3;Ind;Pres;Sing λαλεῖ - - - - -
λαλέω 1;Ind;Past;Sing ἐλάλησα - - - - -
λαλέω Masc;Pres;Sing - λαλῶν λαλοῦντα λαλοῦντι λαλοῦντος -
λαλέω 2;Ind;Pres;Sing λαλεῖς - - - - -
λαλέω 1;Ind;Past;Plur ἐλαλήσαμεν - - - - -
λαλέω 1;Fut;Ind;Sing λαλήσω - - - - -
λαλέω 2;Past;Plur;Sub λαλήσητε - - - - -
λαλέω 2;Imp;Plur;Pres λαλεῖτε - - - - -
λαλέω 1;Past;Sing;Sub λαλήσω - - - - -
λαλέω 3;Imp;Plur;Pres λαλείτωσαν - - - - -
λαλέω 1;Ind;Plur;Pres λαλοῦμεν - - - - -
λαλέω 1;Pres;Sing;Sub λαλῶ - - - - -
λαλέω 3;Fut;Ind;Plur λαλήσουσιν - - - - -
λαλέω 2;Ind;Past;Plur ἐλαλήσατε - - - - -
λαλέω Neut;Past;Plur - - - λελαλημένοις λαληθέντων -
λαλέω Masc,Neut;Pres;Sing - - - λαλοῦντι - -
λαλέω Masc,Neut;Plur;Pres - - - - λαλούντων -
λαλέω Masc;Past;Sing - λαλήσας - - λαλήσαντος -
λαλέω Neut;Plur;Pres - - - λαλουμένοις - -
λαλέω 3;Plur;Pres;Sub λαλῶσιν - - - - -
λαλέω Fem;Pres;Sing - λαλουμένη λαλοῦσαν - - -
λαλέω 3;Imp;Pres;Sing λαλείτω - - - - -
λαλέω Fem;Plur;Pres - λαλοῦσαι - - - -
λαλέω Neut;Past;Sing - - - - λαληθέντος -
λαλέω Fut;Plur - - - - λαληθησομένων -
λαλέω Fem;Past;Sing - - - - λαληθείσης -
λαλέω 3;Ind;Plur;Pres λαλοῦσιν - - - - -
λαλέω Masc;Past;Plur - λαλήσαντες - - - -
λαλέω 3;Pres;Sing;Sub λαλῇ - - - - -
ἐθέλω 2;Plur;Pres;Sub θέλητε - - - - -
ἐθέλω 2;Ind;Pres;Sing θέλεις - - - - -
ἐθέλω 3;Ind;Past;Sing ἤθελεν - - - - -
ἐθέλω Masc;Pres;Sing - θέλων - θέλοντι θέλοντος -
ἐθέλω Pres θέλειν - - - - -
ἐθέλω 2;Ind;Plur;Pres ἐθέλετε - - - - -
ἐθέλω 1;Ind;Pres;Sing θέλω - - - - -
ἐθέλω 3;Ind;Pres;Sing θέλει - - - - -
ἐθέλω 3;Plur;Pres;Sub ἐθέλωσι - - - - -
ἐθέλω 3;Ind;Past;Plur ἠθέλησαν - - - - -
ἐθέλω 1;Ind;Past;Sing ἠθέλησα - - - - -
ἐθέλω 2;Ind;Past;Plur ἠθέλετε - - - - -
ἐθέλω 1;Ind;Plur;Pres θέλομεν - - - - -
ἐθέλω 1;Fut;Ind;Plur ἐθελήσομεν - - - - -
ἐθέλω Masc;Plur;Pres - θέλοντες - ἐθέλουσι θελόντων -
ἐθέλω 2;Fut;Ind;Sing ἐθελήσεις - - - - -
ἐθέλω 3;Opt;Pres;Sing θέλοι - - - - -
ἐθέλω 2;Ind;Past;Sing ἠθέλησας - - - - -
ἐθέλω 3;Ind;Plur;Pres θέλουσιν - - - - -
ἐθέλω 3;Pres;Sing;Sub θέλῃ - - - - -
ἐθέλω 1;Pres;Sing;Sub θέλω - - - - -
ἐθέλω Past ἐθελῆσαί - - - - -
ἐθέλω 1;Ind;Past;Plur ἠθελήσαμέν - - - - -
ἐθέλω 2;Pres;Sing;Sub θέλῃς - - - - -
ἐθέλω 1;Past;Sing;Sub θελήσω - - - - -
ἐθέλω Masc;Past;Plur - - θελήσαντάς - - -
ἐθέλω Masc;Past;Sing - - - - ἐθελήσαντος -
ἐθέλω 3;Fut;Ind;Plur ἐθελήσουσι - - - - -
ἐθέλω 3;Fut;Ind;Sing ἐθελήσει - - - - -
ἐθέλω 3;Past;Sing;Sub θελήσῃ - - - - -
ἐθέλω 3;Past;Plur;Sub θελήσωσιν - - - - -
ἀποκρίνω Masc;Past;Sing - ἀποκριθεὶς - - - -
ἀποκρίνω 3;Ind;Past;Sing ἀπεκρίθη - - - - -
ἀποκρίνω 3;Ind;Past;Plur ἀπεκρίθησαν - - - - -
ἀποκρίνω Masc;Past;Plur - ἀποκριθέντες - - - -
ἀποκρίνω 3;Ind;Pres;Sing ἀποκρίνεται - - - - -
ἀποκρίνω Masc;Pres;Sing - ἀποκρίνων - - - -
ἀποκρίνω 3;Past;Sing;Sub ἀποκριθῇ - - - - -
ἀποκρίνω Pres ἀποκρίνεσθαι - - - - -
ἀποκρίνω 1;Ind;Past;Sing ἀπεκρίθην - - - - -
ἀποκρίνω 2;Ind;Pres;Sing ἀποκρίνῃ - - - - -
ἀποκρίνω Past ἀποκριθῆναι - - - - -
ἀποκρίνω 2;Imp;Past;Plur ἀποκρίθητέ - - - - -
ἀποκρίνω 3;Fut;Ind;Plur ἀποκριθήσονται - - - - -
ἀποκρίνω 3;Fut;Ind;Sing ἀποκριθήσεται - - - - -
ἀποκρίνω Neut;Past;Sing - ἀποκριθὲν - - - -
ἀποκρίνω 2;Ind;Past;Sing ἀπεκρίθης - - - - -
ἀποκρίνω 3;Past;Plur;Sub ἀποκριθῶσιν - - - - -
ἀποκρίνω Fem;Past;Sing - ἀποκριθεῖσα - - - -
πιστεύω 3;Ind;Past;Plur ἐπίστευσαν - - - - -
πιστεύω 1;Ind;Past;Sing πεπίστευκα - - - - -
πιστεύω Pres πιστεύειν - - - - -
πιστεύω 2;Imp;Plur;Pres πιστεύετε - - - - -
πιστεύω Masc;Plur;Pres - πιστεύοντες πιστεύοντας πιστεύουσιν πιστευόντων -
πιστεύω Masc;Pres;Sing - πιστεύων - πιστεύοντι - -
πιστεύω 3;Ind;Plur;Pqp πεπιστεύκεισαν - - - - -
πιστεύω 2;Ind;Plur;Pres πιστεύετε - - - - -
πιστεύω 3;Past;Plur;Sub πιστεύσωσιν - - - - -
πιστεύω Past πιστεῦσαι - - - - -
πιστεύω Masc;Past;Plur - πιστεύσαντες πεπιστευκότας πιστεύσασιν πιστευσάντων -
πιστεύω 2;Past;Sing;Sub πιστεύσῃς - - - - -
πιστεύω 2;Ind;Pres;Sing πιστεύεις - - - - -
πιστεύω 3;Ind;Past;Sing ἐπίστευεν - - - - -
πιστεύω 2;Past;Plur;Sub πιστεύσητε - - - - -
πιστεύω 2;Ind;Past;Plur πεπιστεύκατε - - - - -
πιστεύω 1;Ind;Plur;Pres πιστεύομεν - - - - -
πιστεύω Masc;Past;Sing - πεπιστευκὼς - - - -
πιστεύω 1;Ind;Pres;Sing πιστεύω - - - - -
πιστεύω 3;Ind;Pres;Sing πιστεύεται - - - - -
πιστεύω 3;Ind;Plur;Pres πιστεύουσιν - - - - -
πιστεύω 3;Fut;Ind;Plur πιστεύσουσιν - - - - -
πιστεύω 2;Plur;Pres;Sub πιστεύητε - - - - -
πιστεύω 2;Imp;Pres;Sing πίστευέ - - - - -
πιστεύω Fut;Masc;Plur - πιστεύσοντες - - - -
πιστεύω 1;Ind;Past;Plur ἐπιστεύσαμεν - - - - -
πιστεύω 1;Past;Plur;Sub πιστεύσωμεν - - - - -
πιστεύω 1;Past;Sing;Sub πιστεύσω - - - - -
πιστεύω 2;Imp;Past;Sing πίστευσον - - - - -
πιστεύω 1;Fut;Ind;Sing πιστεύσω - - - - -
πιστεύω 2;Ind;Past;Sing ἐπίστευσας - - - - -
πιστεύω 3;Pres;Sing;Sub πιστεύῃ - - - - -
πιστεύω Fem;Past;Sing - πιστεύσασα - - - -
πιστεύω 2;Fut;Ind;Plur πιστεύσετε - - - - -
δύναμαι 1;Ind;Past;Sing ἠδυνήθην - - - - -
δύναμαι 3;Ind;Pres;Sing δύναται - - - - -
δύναμαι 2;Ind;Past;Plur ἠδυνήθητε - - - - -
δύναμαι Fem;Plur;Pres - δυνάμεναι - - - -
δύναμαι 3;Ind;Past;Sing ἐδύνατο - - - - -
δύναμαι Fem;Pres;Sing - δυναμένη - - - -
δύναμαι 2;Ind;Pres;Sing δύνασαί - - - - -
δύναμαι Masc;Plur;Pres - δυνάμενοι δυναμένους - δυναμένων -
δύναμαι 1;Ind;Pres;Sing δύναμαι - - - - -
δύναμαι 2;Ind;Plur;Pres δύνασθε - - - - -
δύναμαι 1;Fut;Ind;Plur δυνησόμεθα - - - - -
δύναμαι 3;Plur;Pres;Sub δύνωνται - - - - -
δύναμαι Pres δύνασθαι - - - - -
δύναμαι 3;Fut;Ind;Sing δυνήσεται - - - - -
δύναμαι 3;Ind;Plur;Pres δύνανται - - - - -
δύναμαι Masc;Pres;Sing - δυνάμενος δυνάμενον δυναμένῳ δυναμένου -
δύναμαι 2;Past;Plur;Sub δυνηθῆτε - - - - -
δύναμαι 1;Ind;Plur;Pres δυνάμεθα - - - - -
δύναμαι 2;Fut;Ind;Plur δυνήσεσθε - - - - -
δύναμαι 3;Pres;Sing;Sub δύνηται - - - - -
δύναμαι 3;Opt;Plur;Pres δύναιντο - - - - -
δύναμαι 3;Ind;Past;Plur ἠδυνέατο - - - - -
δύναμαι 1;Ind;Past;Plur ἠδυνήθημεν - - - - -
δύναμαι Neut;Pres;Sing - - - - δυναμένου -
δύναμαι Neut;Plur;Pres - - δυνάμενά - - -
δύναμαι 2;Fut;Ind;Sing δυνήσῃ - - - - -
δύναμαι 3;Opt;Pres;Sing δύναιτο - - - - -
δύναμαι 3;Fut;Ind;Plur δυνήσονται - - - - -
δύναμαι 1;Opt;Pres;Sing δυναίμην - - - - -
ἐξέρχομαι 2;Ind;Past;Plur ἐξήλθατε - - - - -
ἐξέρχομαι Masc;Plur;Pres - ἐξερχόμενοι - - ἐξερχομένων -
ἐξέρχομαι 3;Ind;Past;Sing ἐξῆλθεν - - - - -
ἐξέρχομαι Fem;Past;Sing - ἐξελθοῦσα ἐξεληλυθυῖαν ἐξελθούσῃ - -
ἐξέρχομαι 3;Ind;Past;Plur ἐξῆλθον - - - - -
ἐξέρχομαι 3;Ind;Pres;Sing ἐξέρχεται - - - - -
ἐξέρχομαι 3;Fut;Ind;Plur ἐξελεύσονται - - - - -
ἐξέρχομαι 2;Imp;Past;Sing ἔξελθε - - - - -
ἐξέρχομαι 1;Ind;Past;Sing ἐξῆλθον - - - - -
ἐξέρχομαι Masc;Past;Sing - ἐξελθὼν ἐξελθόντα ἐξελθόντι ἐξελθόντος -
ἐξέρχομαι Masc;Past;Plur - ἐξελθόντες ἐξεληλυθότας - ἐξελθόντων -
ἐξέρχομαι 1;Ind;Past;Plur ἐξήλθομεν - - - - -
ἐξέρχομαι Fut ἐξελεύσεσθαι - - - - -
ἐξέρχομαι 2;Imp;Past;Plur ἐξέλθατε - - - - -
ἐξέρχομαι 2;Past;Plur;Sub ἐξέλθητε - - - - -
ἐξέρχομαι Fem;Past;Plur - ἐξελθοῦσαι ἐξελθούσας - - -
ἐξέρχομαι 3;Fut;Ind;Sing ἐξελεύσεται - - - - -
ἐξέρχομαι 2;Past;Sing;Sub ἐξέλθῃς - - - - -
ἐξέρχομαι Past ἐξελθεῖν - - - - -
ἐξέρχομαι 3;Past;Sing;Sub ἐξέλθῃ - - - - -
ἐξέρχομαι 3;Ind;Plur;Pres ἐξέρχονται - - - - -
ἐξέρχομαι Neut;Past;Plur - ἐξελθόντα - - - -
ἐξέρχομαι 2;Imp;Plur;Pres ἐξέρχεσθε - - - - -
ἐξέρχομαι 3;Ind;Pqp;Sing ἐξεληλύθει - - - - -
ἐξέρχομαι Neut;Past;Sing - - ἐξεληλυθός - - -
ἐξέρχομαι Masc;Pres;Sing - ἐξερχόμενος - - - -
ἐξέρχομαι 2;Ind;Past;Sing ἐξῆλθες - - - - -
γιγνώσκω 3;Ind;Past;Sing ἐγίνωσκεν - - - - -
γιγνώσκω 3;Fut;Ind;Sing γνωσθήσεται - - - - -
γιγνώσκω 3;Past;Sing;Sub γνῷ - - - - -
γιγνώσκω 2;Ind;Pres;Sing γινώσκεις - - - - -
γιγνώσκω 1;Ind;Pres;Sing γινώσκω - - - - -
γιγνώσκω 2;Imp;Plur;Pres γινώσκετε - - - - -
γιγνώσκω 1;Ind;Past;Sing ἔγνων - - - - -
γιγνώσκω Past γνῶναι - - - - -
γιγνώσκω 2;Past;Plur;Sub γνῶτε - - - - -
γιγνώσκω 2;Ind;Plur;Pres γινώσκετε - - - - -
γιγνώσκω 3;Ind;Past;Plur ἔγνωσαν - - - - -
γιγνώσκω 2;Fut;Ind;Plur γνώσεσθε - - - - -
γιγνώσκω 1;Past;Sing;Sub γνῶ - - - - -
γιγνώσκω Masc;Past;Plur - γνόντες - - - -
γιγνώσκω Masc;Past;Sing - γνοὺς γνόντα - - -
γιγνώσκω 3;Imp;Pres;Sing γινωσκέτω - - - - -
γιγνώσκω 2;Ind;Past;Sing ἔγνως - - - - -
γιγνώσκω 1;Ind;Plur;Pres γινώσκομεν - - - - -
γιγνώσκω 1;Ind;Past;Plur ἐγνώκαμεν - - - - -
γιγνώσκω 2;Ind;Past;Plur ἐγνώκατε - - - - -
γιγνώσκω 3;Fut;Ind;Plur γνώσονται - - - - -
γιγνώσκω Fem;Pres;Sing - γινωσκομένη - - - -
γιγνώσκω Pres γινώσκειν - - - - -
γιγνώσκω 3;Ind;Pres;Sing γινώσκει - - - - -
γιγνώσκω 3;Pres;Sing;Sub γινώσκῃ - - - - -
γιγνώσκω 3;Plur;Pres;Sub γινώσκωσιν - - - - -
γιγνώσκω 2;Fut;Ind;Sing γνώσῃ - - - - -
γιγνώσκω Masc;Plur;Pres - γινώσκοντες - γινώσκουσιν - -
γιγνώσκω Masc;Pres;Sing - γινώσκων - - - -
γιγνώσκω 2;Plur;Pres;Sub γινώσκητε - - - - -
γιγνώσκω 1;Fut;Ind;Sing γνώσομαι - - - - -
γιγνώσκω 2;Imp;Past;Sing γνῶθι - - - - -
γιγνώσκω 3;Imp;Past;Sing γνωσθήτω - - - - -
γιγνώσκω 2;Ind;Plur;Pqp ἐγνώκειτε - - - - -
γιγνώσκω 2;Imp;Pres;Sing γίνωσκε - - - - -
γιγνώσκω 2;Imp;Past;Plur γνῶτε - - - - -
γιγνώσκω 3;Ind;Plur;Pres γινώσκουσί - - - - -
εἰσέρχομαι Past εἰσελθεῖν - - - - -
εἰσέρχομαι Masc;Past;Sing - εἰσελθὼν ἐσελθόντα εἰσελθόντι εἰσελθόντος -
εἰσέρχομαι 3;Ind;Past;Sing εἰσῆλθεν - - - - -
εἰσέρχομαι 2;Past;Plur;Sub εἰσέλθητε - - - - -
εἰσέρχομαι Neut;Pres;Sing - εἰσερχόμενον - - - -
εἰσέρχομαι 2;Ind;Plur;Pres εἰσέρχεσθε - - - - -
εἰσέρχομαι Masc;Plur;Pres - εἰσερχόμενοι εἰσερχομένους - - -
εἰσέρχομαι Neut;Past;Plur - εἰσελθόντα - - - -
εἰσέρχομαι 3;Ind;Past;Plur εἰσῆλθον - - - - -
εἰσέρχομαι 3;Past;Sing;Sub εἰσέλθῃ - - - - -
εἰσέρχομαι 1;Ind;Past;Sing εἰσῆλθον - - - - -
εἰσέρχομαι 1;Ind;Plur;Pres εἰσερχόμεθα - - - - -
εἰσέρχομαι Fem;Past;Plur - εἰσελθοῦσαι - - - -
εἰσέρχομαι Masc;Past;Plur - ἐσελθόντες - - εἰσελθόντων -
εἰσέρχομαι Masc;Pres;Sing - εἰσερχόμενος - - εἰσερχομένου -
εἰσέρχομαι 3;Fut;Ind;Sing εἰσελεύσεται - - - - -
εἰσέρχομαι 1;Ind;Past;Plur εἰσήλθομεν - - - - -
εἰσέρχομαι 2;Past;Sing;Sub εἰσέλθῃς - - - - -
εἰσέρχομαι 3;Imp;Plur;Pres εἰσερχέσθωσαν - - - - -
εἰσέρχομαι 3;Fut;Ind;Plur εἰσελεύσονται - - - - -
εἰσέρχομαι Fut εἰσελεύσεσθαι - - - - -
εἰσέρχομαι 2;Plur;Pres;Sub εἰσέρχησθε - - - - -
εἰσέρχομαι 2;Ind;Past;Sing εἰσῆλθες - - - - -
εἰσέρχομαι 2;Imp;Past;Sing εἴσελθε - - - - -
εἰσέρχομαι 2;Imp;Past;Plur εἰσέλθατε - - - - -
εἰσέρχομαι 3;Ind;Pres;Sing εἰσέρχεται - - - - -
εἰσέρχομαι 3;Past;Plur;Sub εἰσέλθωσιν - - - - -
εἰσέρχομαι 2;Ind;Past;Plur εἰσήλθατε - - - - -
εἰσέρχομαι Fem;Past;Sing - εἰσελθοῦσα - - ἐσελθούσης -
εἰσέρχομαι 3;Imp;Past;Sing εἰσελθάτω - - - - -
εἰσέρχομαι Fem;Pres;Sing - - εἰσερχομένην - - -
ἀφικνέομαι Fem;Past;Sing - ἀπικομένη ἀπικομένην ἀπικομένῃ ἀπικομένης -
ἀφικνέομαι 3;Ind;Past;Sing ἀπίκετο - - - - -
ἀφικνέομαι Masc;Past;Plur - ἀπικόμενοι ἀπικομένους ἀπικομένοισι ἀπικομένων -
ἀφικνέομαι Masc;Past;Sing - ἀπικόμενος ἀπικόμενον ἀπικομένῳ ἀπικομένου -
ἀφικνέομαι 3;Ind;Past;Plur ἀπίκοντο - - - - -
ἀφικνέομαι Past ἀπικέσθαι - - - - -
ἀφικνέομαι 3;Ind;Pres;Sing ἀπικνέεται - - - - -
ἀφικνέομαι Masc;Plur;Pres - - ἀπικνεομένους ἀπικνεομένοισι ἀπικνεομένων -
ἀφικνέομαι 3;Opt;Past;Sing ἀπίκοιτο - - - - -
ἀφικνέομαι 3;Opt;Past;Plur ἀπικοίατο - - - - -
ἀφικνέομαι 3;Ind;Plur;Pqp ἀπίκατο - - - - -
ἀφικνέομαι 3;Past;Plur;Sub ἀπίκωνται - - - - -
ἀφικνέομαι Neut;Past;Sing - ἀπικόμενον - - - -
ἀφικνέομαι Fem;Past;Plur - - ἀπικομένας - - -
ἀφικνέομαι 3;Fut;Ind;Sing ἀπίξεται - - - - -
ἀφικνέομαι 3;Ind;Plur;Pres ἀπικνέονται - - - - -
ἀφικνέομαι 2;Imp;Past;Sing ἀπίκεό - - - - -
ἀφικνέομαι 3;Opt;Plur;Pres ἀπικνεοίατο - - - - -
εὑρίσκω 3;Ind;Past;Plur εὗρον - - - - -
εὑρίσκω 1;Past;Plur;Sub εὕρωμεν - - - - -
εὑρίσκω 3;Ind;Past;Sing εὗρεν - - - - -
εὑρίσκω Masc;Past;Sing - εὑρὼν εὑρόντα - - -
εὑρίσκω Pres εὑρίσκειν - - - - -
εὑρίσκω 3;Fut;Ind;Sing εὑρήσει - - - - -
εὑρίσκω 1;Ind;Pres;Sing εὑρίσκω - - - - -
εὑρίσκω 3;Ind;Pres;Sing εὑρίσκει - - - - -
εὑρίσκω 2;Fut;Ind;Plur εὑρήσετε - - - - -
εὑρίσκω 1;Ind;Past;Plur εὕραμεν - - - - -
εὑρίσκω Fem;Past;Sing - εὑροῦσα - - - -
εὑρίσκω 3;Fut;Ind;Plur εὑρήσουσιν - - - - -
εὑρίσκω Past εὑρεῖν - - - - -
εὑρίσκω Masc;Past;Plur - εὑρόντες - - - -
εὑρίσκω 3;Past;Sing;Sub εὑρεθῇ - - - - -
εὑρίσκω 1;Ind;Past;Sing εὗρον - - - - -
εὑρίσκω Fem;Past;Plur - εὑροῦσαι - - - -
εὑρίσκω 3;Past;Plur;Sub εὕρωσιν - - - - -
εὑρίσκω 3;Ind;Plur;Pres εὑρίσκουσι - - - - -
εὑρίσκω Masc;Pres;Sing - εὑρίσκων - - - -
εὑρίσκω Neut;Pres;Sing - εὑρίσκον - - - -
εὑρίσκω 2;Ind;Past;Sing εὗρες - - - - -
εὑρίσκω 2;Past;Plur;Sub εὕρητε - - - - -
εὑρίσκω 3;Opt;Past;Sing εὑρήκοι - - - - -
εὑρίσκω Masc;Plur;Pres - εὑρίσκοντες - - - -
εὑρίσκω 1;Fut;Ind;Plur εὑρεθησόμεθα - - - - -
εὑρίσκω 1;Ind;Plur;Pres εὑρίσκομεν - - - - -
εὑρίσκω 2;Past;Sing;Sub εὕρῃς - - - - -
εὑρίσκω 3;Opt;Past;Plur εὕροιεν - - - - -
εὑρίσκω Fut εὑρήσειν - - - - -
εὑρίσκω 1;Past;Sing;Sub εὑρεθῶ - - - - -
εὑρίσκω 2;Fut;Ind;Sing εὑρήσεις - - - - -
πέμπω Pres πέμπειν - - - - -
πέμπω 3;Ind;Pqp;Sing ἐπεπόμφεε - - - - -
πέμπω 3;Ind;Past;Plur ἔπεμψαν - - - - -
πέμπω 3;Ind;Past;Sing ἔπεμπε - - - - -
πέμπω Masc;Past;Sing - πέμψας πέμψαντά πέμψαντι πέμψαντος -
πέμπω Fem;Past;Sing - πέμψασα - - - -
πέμπω Masc;Past;Plur - πέμψαντες πέμψαντας πέμψασι - -
πέμπω 1;Ind;Past;Sing ἔπεμψα - - - - -
πέμπω 1;Fut;Ind;Sing πέμψω - - - - -
πέμπω 3;Ind;Pres;Sing πέμπει - - - - -
πέμπω 3;Ind;Plur;Pres πέμπουσι - - - - -
πέμπω 2;Fut;Ind;Plur πέμψετε - - - - -
πέμπω 1;Past;Sing;Sub πέμψω - - - - -
πέμπω 3;Fut;Ind;Sing πέμψει - - - - -
πέμπω Past πέμψαι - - - - -
πέμπω Masc;Plur;Pres - πέμποντες - πεμπομένοις - -
πέμπω Masc;Pres;Sing - πέμπων πέμποντα - - -
πέμπω Fut πέμψειν - - - - -
πέμπω 3;Opt;Past;Sing πέμψειε - - - - -
πέμπω 2;Imp;Past;Sing πέμψον - - - - -
πέμπω 1;Ind;Past;Plur ἐπέμψαμεν - - - - -
πέμπω Fem;Pres;Sing - πέμπουσα - - - -
πέμπω 1;Opt;Past;Sing πέμψαιμι - - - - -
πέμπω 1;Ind;Pres;Sing πέμπω - - - - -
πέμπω Neut;Plur;Pres - - πεμπόμενα - - -
πέμπω 2;Ind;Past;Plur ἐπέμψατε - - - - -
πέμπω 2;Fut;Ind;Sing πέμψεις - - - - -
δοκέω 3;Ind;Past;Sing ἔδοξεν - - - - -
δοκέω 3;Ind;Pres;Sing δοκεῖ - - - - -
δοκέω 2;Ind;Plur;Pres δοκεῖτε - - - - -
δοκέω 3;Fut;Ind;Sing δόξει - - - - -
δοκέω 1;Ind;Pres;Sing δοκέω - - - - -
δοκέω 3;Past;Sing;Sub δόξῃ - - - - -
δοκέω 3;Opt;Pres;Sing δοκέοι - - - - -
δοκέω Pres δοκέειν - - - - -
δοκέω Masc;Past;Sing - δόξας - - - -
δοκέω Masc;Plur;Pres - δοκέοντές δοκέοντας δοκοῦσιν δοκούντων -
δοκέω Masc;Pres;Sing - δοκέων δοκέοντα - - -
δοκέω Neut;Past;Plur - - δεδογμένα - δεδογμένων -
δοκέω 2;Ind;Pres;Sing δοκεῖς - - - - -
δοκέω Past δόξαι - - - - -
δοκέω Neut;Plur;Pres - δοκέοντα - - - -
δοκέω 1;Ind;Plur;Pres δοκοῦμεν - - - - -
δοκέω Fem;Pres;Sing - δοκοῦσα - - - -
δοκέω 1;Past;Sing;Sub δόξω - - - - -
δοκέω 3;Ind;Past;Plur ἔδοξαν - - - - -
δοκέω 3;Pres;Sing;Sub δοκῇ - - - - -
δοκέω Masc;Past;Plur - δόξαντες - - - -
δοκέω 2;Past;Plur;Sub δόξητε - - - - -
δοκέω 3;Opt;Past;Sing δόξειε - - - - -
δοκέω Neut;Pres;Sing - - δοκοῦν - - -
δοκέω 1;Fut;Ind;Sing δόξω - - - - -
δοκέω 1;Ind;Past;Sing ἔδοξα - - - - -
δοκέω 3;Ind;Plur;Pres δοκέουσι - - - - -
φημί 3;Ind;Pres;Sing φησίν - - - - -
φημί 3;Opt;Pres;Sing φαίη - - - - -
φημί 3;Ind;Past;Sing ἔφη - - - - -
φημί Masc;Plur;Pres - φάμενοι - - φαμένων -
φημί Masc;Pres;Sing - φὰς φάμενόν - φαμένου -
φημί Fem;Pres;Sing - φαμένη - - - -
φημί 3;Ind;Plur;Pres φασὶ - - - - -
φημί 3;Ind;Past;Plur ἔφασαν - - - - -
φημί 1;Ind;Pres;Sing φημί - - - - -
φημί Pres φάναι - - - - -
φημί 1;Ind;Past;Sing ἐφάμην - - - - -
φημί 2;Ind;Pres;Sing φῂς - - - - -
φημί 1;Opt;Pres;Sing φαίην - - - - -
φημί 1;Ind;Plur;Pres φαμὲν - - - - -
φημί 3;Opt;Past;Sing φήσειέ - - - - -
ἄγω Masc;Pres;Sing - ἄγων ἄγοντα ἄγοντι ἄγοντος -
ἄγω Pres ἄγειν - - - - -
ἄγω 3;Ind;Past;Plur ἦγον - - - - -
ἄγω 3;Plur;Pres;Sub ἄγωσι - - - - -
ἄγω Neut;Pres;Sing - ἀγόμενον - - - -
ἄγω 3;Ind;Past;Sing ἦγε - - - - -
ἄγω 2;Fut;Ind;Plur ἀχθήσεσθε - - - - -
ἄγω Fem;Plur;Pres - - ἀγούσας - - -
ἄγω 3;Ind;Pres;Sing ἄγεται - - - - -
ἄγω Past ἀγαγεῖν - - - - -
ἄγω 2;Ind;Past;Plur ἠγάγετε - - - - -
ἄγω 1;Fut;Ind;Plur ἄξομεν - - - - -
ἄγω Masc;Past;Sing - ἀγαγὼν ἀγαγόντα - - -
ἄγω Fut ἄξειν - - - - -
ἄγω 3;Fut;Ind;Plur ἄξουσι - - - - -
ἄγω 1;Plur;Pres;Sub ἄγωμεν - - - - -
ἄγω Masc;Past;Plur - ἀγαγόντες - - - -
ἄγω 2;Imp;Past;Plur ἀγάγετε - - - - -
ἄγω 2;Imp;Pres;Sing ἄγευ - - - - -
ἄγω Fem;Past;Sing - ἀγαγομένη - - - -
ἄγω Masc;Plur;Pres - ἄγοντες ἄγοντες - - -
ἄγω 3;Fut;Ind;Sing ἄξει - - - - -
ἄγω 3;Ind;Plur;Pres ἄγονται - - - - -
ἄγω 1;Fut;Ind;Sing ἄξω - - - - -
ἄγω Fut;Masc;Sing - ἄξων - - - -
ἄγω 3;Opt;Past;Plur ἀγάγοιεν - - - - -
ἄγω Neut;Plur;Pres - - ἀγόμενα - - -
ἄγω 2;Ind;Plur;Pres ἄγεσθε - - - - -
ἄγω 1;Ind;Pres;Sing ἄγω - - - - -
ἄγω 3;Opt;Plur;Pres ἄγοιεν - - - - -
ἄρχω 3;Ind;Past;Plur ἤρξαντο - - - - -
ἄρχω Masc;Past;Sing - ἀρξάμενος ἀρξάμενον - ἀρξαμένου -
ἄρχω 3;Ind;Past;Sing ἦρχε - - - - -
ἄρχω 2;Past;Plur;Sub ἄρξησθε - - - - -
ἄρχω 3;Ind;Pres;Sing ἄρχεται - - - - -
ἄρχω 1;Ind;Plur;Pres ἄρχομεν - - - - -
ἄρχω Pres ἄρχειν - - - - -
ἄρχω Masc;Pres;Sing - ἀρχόμενος - - - -
ἄρχω Masc;Plur;Pres - ἀρχόμενοι ἄρχοντας - ἀρχόντων -
ἄρχω Masc;Past;Plur - ἀρξάμενοι - - - -
ἄρχω 2;Fut;Ind;Plur ἄρξεσθε - - - - -
ἄρχω 3;Fut;Ind;Plur ἄρξονται - - - - -
ἄρχω Past ἄρξασθαί - - - - -
ἄρχω Fut ἄρξειν - - - - -
ἄρχω 2;Ind;Pres;Sing ἄρχεις - - - - -
ἄρχω Fut;Masc;Plur - - ἀρξομένους - - -
ἄρχω 3;Fut;Ind;Sing ἄρξηται - - - - -
ἄρχω 3;Opt;Pres;Sing ἄρχοιτο - - - - -
ἄρχω 3;Past;Plur;Sub ἄρξωνται - - - - -
ἄρχω Fem;Past;Sing - ἄρξασα - - ἀρξάσης -
ἄρχω Neut;Plur;Pres - - - - ἀρχομένων -
ἄρχω 2;Past;Sing;Sub ἄρξῃ - - - - -
ἵστημι 3;Ind;Past;Sing ἔστησεν - - - - -
ἵστημι Masc;Past;Plur - σταθέντες ἑστῶτας ἑστεῶσι ἑστηκότων -
ἵστημι Pres ἵστασθαι - - - - -
ἵστημι Past στῆσαι - - - - -
ἵστημι 3;Fut;Ind;Sing σταθήσεται - - - - -
ἵστημι Fem;Past;Sing - ἑστῶσα - - - -
ἵστημι 3;Ind;Plur;Pqp εἱστήκεισαν - - - - -
ἵστημι 2;Past;Plur;Sub σταθῆτε - - - - -
ἵστημι Neut;Past;Plur - - - - ἑστεώτων -
ἵστημι Masc;Past;Sing - ἑστὼς σταθέντα ἑστεῶτι στάντος -
ἵστημι 3;Ind;Pqp;Sing εἱστήκει - - - - -
ἵστημι 3;Ind;Past;Plur ἔστησαν - - - - -
ἵστημι 2;Imp;Past;Sing στῆθι - - - - -
ἵστημι 2;Ind;Past;Plur ἑστήκατε - - - - -
ἵστημι 3;Fut;Ind;Plur στήσονται - - - - -
ἵστημι 1;Fut;Ind;Sing στήσω - - - - -
ἵστημι 2;Imp;Past;Plur στῆτε - - - - -
ἵστημι 3;Past;Sing;Sub σταθῇ - - - - -
ἵστημι Masc;Pres;Sing - - - - ἱσταμένου -
ἵστημι 1;Ind;Plur;Pres ἱστάνομεν - - - - -
ἵστημι 1;Ind;Past;Sing ἕστηκα - - - - -
ἵστημι Fem;Past;Plur - - στάσας - - -
ἵστημι Neut;Past;Sing - ἑστὸς ἑστὸς - - -
ἵστημι 2;Fut;Ind;Plur σταθήσεσθε - - - - -
ἵστημι 1;Past;Plur;Sub στήσωμεν - - - - -
ἵστημι 2;Ind;Past;Sing ἕστηκας - - - - -
ἵστημι 1;Ind;Past;Plur ἑστήκαμεν - - - - -
ἵστημι 3;Ind;Pres;Sing ἵσταταί - - - - -
χράω 1;Ind;Past;Sing κέχρημαι - - - - -
χράω Past χρήσασθαι - - - - -
χράω Fut;Masc;Plur - χρησόμενοι χρησομένους - - -
χράω 3;Ind;Past;Sing ἐχρήσθη - - - - -
χράω 3;Ind;Past;Plur ἐχρήσαντο - - - - -
χράω Fut;Masc;Sing - χρησόμενος - - - -
χράω 3;Ind;Plur;Pres χρέωνται - - - - -
χράω Pres χρᾶσθαι - - - - -
χράω 3;Ind;Pres;Sing χρᾷ - - - - -
χράω Masc;Pres;Sing - χρεώμενος - χρεωμένῳ - -
χράω Masc;Plur;Pres - χρώμενοι χρεωμένους χρεωμένοισι χρεωμένων -
χράω 1;Ind;Plur;Pres χρώμεθα - - - - -
χράω 2;Imp;Pres;Sing χρῶ - - - - -
χράω 3;Plur;Pres;Sub χρέωνται - - - - -
χράω Masc;Past;Sing - χρησάμενος κεχρημένον - χρησαμένου -
χράω 3;Pres;Sing;Sub χρῆται - - - - -
χράω Masc;Past;Plur - χρησάμενοι χρησαμένους - - -
χράω 1;Past;Sing;Sub χρήσωμαι - - - - -
χράω 1;Ind;Past;Plur ἐχρησάμεθα - - - - -
χράω Neut;Past;Sing - - χρησθὲν - κεχρησμένου -
χράω 1;Fut;Ind;Sing χρήσομαι - - - - -
χράω 3;Ind;Pqp;Sing ἐκέχρηστο - - - - -
χράω 2;Imp;Past;Sing χρῆσαι - - - - -
χράω 3;Past;Plur;Sub χρήσωνται - - - - -
χράω Fem;Past;Sing - χρησαμένη - - χρησάσης -
χράω Neut;Past;Plur - χρησθέντα χρησθέντα - - -
χράω Fem;Plur;Pres - χρεώμεναι - - - -
χράω Fem;Pres;Sing - χρέωσα - - - -
χράω 3;Past;Sing;Sub χρήσηται - - - - -
πορεύομαι Masc;Pres;Sing - πορευόμενος πορευόμενον πορευομένῳ πορευομένου -
πορεύομαι Masc;Plur;Pres - πορευόμενοι πορευομένους πορευομένοις πορευομένων -
πορεύομαι Pres πορεύεσθαι - - - - -
πορεύομαι 2;Imp;Pres;Sing πορεύου - - - - -
πορεύομαι Fem;Past;Plur - πορευθεῖσαι - - - -
πορεύομαι 3;Ind;Past;Sing ἐπορεύετο - - - - -
πορεύομαι 3;Ind;Pres;Sing πορεύεται - - - - -
πορεύομαι Masc;Past;Sing - πορευθεὶς - πορευθέντι - -
πορεύομαι 1;Ind;Pres;Sing πορεύομαι - - - - -
πορεύομαι Neut;Pres;Sing - πορευόμενον - - - -
πορεύομαι Masc;Past;Plur - πορευθέντες - - - -
πορεύομαι 1;Past;Sing;Sub πορευθῶ - - - - -
πορεύομαι 3;Ind;Past;Plur ἐπορεύοντο - - - - -
πορεύομαι 2;Imp;Plur;Pres πορεύεσθε - - - - -
πορεύομαι Fem;Plur;Pres - - - - πορευομένων -
πορεύομαι 2;Past;Plur;Sub πορευθῆτε - - - - -
πορεύομαι 1;Fut;Ind;Sing πορεύσομαι - - - - -
πορεύομαι 2;Fut;Ind;Sing πορεύσῃ - - - - -
πορεύομαι 1;Ind;Past;Plur ἐπορευόμεθα - - - - -
πορεύομαι 2;Imp;Past;Sing πορεύθητι - - - - -
πορεύομαι 1;Ind;Past;Sing ἐπορευόμην - - - - -
πορεύομαι 1;Pres;Sing;Sub πορεύωμαι - - - - -
πορεύομαι Past πορευθῆναι - - - - -
πορεύομαι 3;Fut;Ind;Plur πορεύσονται - - - - -
πορεύομαι 3;Past;Plur;Sub πορευθῶσιν - - - - -
πορεύομαι Fem;Past;Sing - πορευθεῖσα - - - -
πορεύομαι 3;Fut;Ind;Sing πορεύσεται - - - - -
γράφω 3;Ind;Past;Sing γέγραπται - - - - -
γράφω Masc;Past;Plur - γράψαντες - - γεγραμμένων -
γράφω 1;Ind;Past;Sing ἔγραψά - - - - -
γράφω 3;Ind;Pres;Sing γράφει - - - - -
γράφω Neut;Past;Plur - γεγραμμένα γεγραμμένα γεγραμμένοις γεγραμμένων -
γράφω Neut;Past;Sing - γεγραμμένον γεγραμμένον - - -
γράφω 1;Fut;Ind;Sing γράψω - - - - -
γράφω 1;Ind;Pres;Sing γράφω - - - - -
γράφω 2;Imp;Past;Sing γράψον - - - - -
γράφω 1;Past;Sing;Sub γράψω - - - - -
γράφω Masc;Past;Sing - γράψας - - - -
γράφω Past γράψαι - - - - -
γράφω 1;Ind;Plur;Pres γράφομεν - - - - -
γράφω 3;Ind;Plur;Pres γράφουσι - - - - -
γράφω Pres γράφειν - - - - -
γράφω Fem;Past;Sing - - γεγραμμένην - - -
γράφω 2;Ind;Past;Plur ἐγράψατε - - - - -
γράφω Fem;Past;Plur - - γεγραμμένας - - -
γράφω 3;Ind;Past;Plur ἔγραψαν - - - - -
γράφω 2;Past;Sing;Sub γράψῃς - - - - -
γράφω 2;Imp;Pres;Sing γράφε - - - - -
γράφω Masc;Plur;Pres - γράφοντες - - - -