Back to Tense information

Examples of word types for each Tense value :

The word types shown below are ordered by token frequency in the treebank.

Lemma Morphosyntactic
Attributes
Tense
Pres Past Fut Pqp NA
λέγω 3;Ind;Sing λέγει εἶπεν ἔρηται εἰρήκει -
λέγω 3;Ind;Plur λέγουσιν εἶπαν ἐροῦσίν - -
λέγω Masc;Nom;Sing λέγων εἴπας λέξων - -
λέγω 2;Ind;Sing λέγεις εἶπας ἐρεῖς - -
λέγω 1;Ind;Plur λέγομεν - ἐροῦμεν - -
λέγω 1;Ind;Sing λέγω ἔλεγον ἐρῶ - -
λέγω Gen;Neut;Plur λεγομένων ῥηθέντων - - -
λέγω Masc;Nom;Plur λέγοντες συλλεγέντες - - -
λέγω 2;Imp;Sing λέγε εἰπὸν - - -
λέγω 2;Plur;Sub λέγητε εἴπητέ - - -
λέγω 2;Imp;Plur λέγετέ εἴπατε - - -
λέγω Acc;Fem;Sing λέγουσαν εἰρημένην - - -
λέγω Neut;Nom;Sing λέγον εἰρημένον - - -
λέγω Acc;Masc;Sing λεγόμενον εἰπόντα - - -
λέγω 2;Sing;Sub - εἴπῃς - - -
λέγω λέγεσθαι εἰρηκέναι - - -
λέγω 2;Ind;Plur λέγετε ἐλέγετε ἐρεῖτε - -
λέγω Gen;Masc,Neut;Sing λέγοντος - - - -
λέγω Fem;Nom;Sing λέγουσα εἰποῦσα - - -
λέγω Dat;Masc;Sing λέγοντι εἰρημένῳ - - -
λέγω 3;Plur;Sub λέγωσιν εἴπωσιν - - -
λέγω Neut;Nom;Plur λέγοντα εἰρημένα - - -
λέγω Dat;Neut;Plur λεγομένοις εἰρημένοισι - - -
λέγω Gen;Neut;Sing λέγοντος εἰρημένου - - -
λέγω Acc;Neut;Sing λεγόμενον ῥηθέντα - - -
λέγω 1;Plur;Sub λέγωμεν εἴπωμεν - - -
λέγω Fem;Nom;Plur λέγουσαι - - - -
λέγω Acc;Neut;Plur λεγόμενα λεχθέντα - - -
λέγω Dat;Neut;Sing λεγομένῳ - - - -
λέγω 1;Sing;Sub λέγω εἴπω - - -
λέγω Acc;Masc;Plur λέγοντας - - - -
λέγω 3;Sing;Sub λέγῃ εἴπῃ - - -
λέγω Fem;Gen;Sing λεγούσης - - - -
λέγω Gen;Masc;Plur λεγόντων λεχθέντων - - -
λέγω Gen;Masc;Sing λέγοντος εἰπόντος - - -
λέγω Acc;Fem;Plur λεγομένας - - - -
λέγω 3;Imp;Sing λεγέτω εἰπάτω - - -
λέγω 3;Opt;Plur λέγοιεν - - - -
λέγω Masc;Plur;Voc λέγοντες - - - -
λέγω Dat;Fem;Plur - λεχθείσῃσι - - -
λέγω Dat;Masc;Plur λέγουσι εἰρημένοισι - - -
λέγω Dat;Masc,Neut;Sing - εἰρημένῳ - - -
λέγω 3;Opt;Sing λέγοι εἴποι - - -
λέγω 3;Imp;Plur λεγόντων εἰπάτωσαν - - -
γίγνομαι 3;Sing;Sub γίνηται γένηται - - -
γίγνομαι 3;Ind;Sing γίνεται γέγονεν γενήσεται ἐγεγόνεε -
γίγνομαι 2;Ind;Sing γίνεαι ἐγένεο - - -
γίγνομαι 3;Ind;Plur γίνονται ἐγένοντο - ἐγεγόνεσαν -
γίγνομαι Fem;Nom;Plur γινόμεναι γεγονυῖαι - - -
γίγνομαι 1;Ind;Plur γινόμεθα ἐγενήθημεν - - -
γίγνομαι Masc;Nom;Sing γενόμενος γενόμενος - - -
γίγνομαι 2;Ind;Plur - ἐγενήθητε γενήσεσθε - -
γίγνομαι γίνεσθαι γενέσθαι - - -
γίγνομαι Gen;Masc;Sing γινομένου γενομένου - - -
γίγνομαι Gen;Masc;Plur γινομένων γενομένων - - -
γίγνομαι Acc;Neut;Sing γινόμενον γενόμενον γενησόμενον - -
γίγνομαι 3;Imp;Sing γινέσθω γενηθήτω - - -
γίγνομαι 1;Ind;Sing - γέγονα - - -
γίγνομαι Fem;Gen;Sing γινομένης γενομένης - - -
γίγνομαι Acc;Neut;Plur γινόμενα γενόμενα - - -
γίγνομαι Fem;Nom;Sing γινομένη γενομένη - - -
γίγνομαι Neut;Nom;Sing γινόμενον γενόμενον - - -
γίγνομαι Acc;Fem;Sing γινομένην γενομένην - - -
γίγνομαι Acc;Masc;Plur γινομένους γενηθέντας - - -
γίγνομαι Masc;Nom;Plur γινόμενοι γεγονότες - - -
γίγνομαι 1;Sing;Sub - γένωμαι - - -
γίγνομαι 2;Imp;Plur γίνεσθε - - - -
γίγνομαι Acc;Masc;Sing γινόμενόν γεγονότα - - -
γίγνομαι 3;Opt;Sing γίνοιτ’ γένοιτο - - -
γίγνομαι Neut;Nom;Plur γινόμενα γενόμενα - - -
γίγνομαι Acc;Masc,Neut;Sing γινόμενον γενόμενον - - -
γίγνομαι Gen;Neut;Sing γινομένου γενομένου - - -
γίγνομαι 2;Sing;Sub - γένῃ - - -
γίγνομαι 2;Imp;Sing γίνου - - - -
γίγνομαι Dat;Neut;Sing - γεγονότι - - -
γίγνομαι 3;Opt;Plur - γενοίατο - - -
γίγνομαι 3;Plur;Sub γίνωνται γένωνται - - -
γίγνομαι Gen;Neut;Plur γινομένων γενομένων - - -
γίγνομαι 2;Plur;Sub - γενήθητε - - -
γίγνομαι Dat;Neut;Plur γινομένοις γενομένοις - - -
γίγνομαι Acc;Fem;Plur γινομένας γενομένας - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Sing γινομένῳ - - - -
γίγνομαι 1;Plur;Sub γινώμεθα γενηθῶμεν - - -
γίγνομαι Fem;Gen;Plur - γενομενέων - - -
γίγνομαι Dat;Fem;Sing - γενομένῃ - - -
γίγνομαι Dat;Masc;Plur - γενομένοις - - -
γίγνομαι Gen;Masc,Neut;Sing - γενομένου - - -
ἔχω Masc;Nom;Sing ἔχων σχὼν σχήσων - -
ἔχω 3;Sing;Sub ἔχῃ - - - -
ἔχω ἔχειν σχεῖν ἕξειν - -
ἔχω 3;Ind;Plur ἔχουσιν εἶχον ἕξουσι - -
ἔχω 2;Ind;Sing ἔχεις εἶχες ἕξεις - -
ἔχω 3;Ind;Sing ἔχει ἔσχε ἕξει - -
ἔχω 2;Ind;Plur ἔχετε εἴχετε - - -
ἔχω Masc;Nom;Plur ἔχοντες ἔχοντες - - -
ἔχω Fem;Nom;Sing ἔχουσα - - - -
ἔχω Acc;Fem;Sing ἔχουσαν - - - -
ἔχω 3;Opt;Plur ἔχοιεν - - - -
ἔχω Gen;Masc;Sing ἔχοντος - - - -
ἔχω Gen;Masc;Plur ἐχόντων σχόντων - - -
ἔχω 1;Ind;Plur ἔχομεν ἐσχήκαμεν ἕξομεν - -
ἔχω Acc;Masc;Plur ἔχοντας - - - -
ἔχω Dat;Masc;Sing ἔχοντι - - - -
ἔχω Dat;Fem;Plur ἐχούσαις - - - -
ἔχω 3;Imp;Sing ἐχέτω - - - -
ἔχω Acc;Neut;Plur ἔχοντα - - - -
ἔχω 2;Imp;Sing ἔχε - - - -
ἔχω 1;Sing;Sub ἔχω σχῶ - - -
ἔχω 2;Plur;Sub ἔχητε σχῆτε - - -
ἔχω Acc;Fem;Plur ἐχομένας - - - -
ἔχω 1;Ind;Sing ἔχω ἔσχον - - -
ἔχω Dat;Fem;Sing ἐχούσῃ - - - -
ἔχω Neut;Nom;Plur ἔχοντα - - - -
ἔχω 2;Imp;Plur ἔχετε - - - -
ἔχω Fem;Nom;Plur ἔχουσαι - - - -
ἔχω Acc;Masc;Sing ἔχοντα σχόντα - - -
ἔχω Acc;Neut;Sing ἔχον - - - -
ἔχω Dat;Masc;Plur ἔχουσι - - - -
ἔχω 1;Plur;Sub ἔχωμεν σχῶμεν - - -
ἔχω 3;Plur;Sub ἔχωσι - - - -
ἔχω Neut;Nom;Sing ἔχον - - - -
ἔχω 2;Sing;Sub - σχῇς - - -
ἔχω 3;Opt;Sing ἔχοι - - - -
ἔχω Fem;Gen;Sing ἐχούσης - - - -
ἔχω Dat;Masc,Neut;Plur ἔχουσι - - - -
ἔχω Gen;Neut;Plur ἐχόντων - - - -
ἔχω Gen;Neut;Sing ἔχοντος - - - -
ποιέω 3;Ind;Sing ποιεῖ ἐποίησεν ποιήσει ἐπεποίητο -
ποιέω Masc;Nom;Sing ποιεύμενος ποιήσας ποιήσων - -
ποιέω 3;Ind;Plur ποιεῦνται ἐποιήσαντο ποιήσουσι πεποιήκεισαν -
ποιέω ποιέειν ποιῆσαι ποιήσειν - -
ποιέω 2;Ind;Sing ποιεῖς ἐποίησας ποιήσεις - -
ποιέω 2;Plur;Sub ποιῆτε ποιήσητε - - -
ποιέω 3;Sing;Sub ποιέηται ποιήσῃ - - -
ποιέω 1;Sing;Sub ποιῶ ποιήσω - - -
ποιέω Acc;Masc;Plur ποιεῦντας ποιήσαντας - - -
ποιέω Acc;Masc;Sing ποιέοντα ποιησάμενον ποιήσοντα - -
ποιέω 1;Plur;Sub ποιέωμεν ποιήσωμεν - - -
ποιέω 1;Ind;Sing ποιῶ ἐποίησα ποιήσω - -
ποιέω 2;Ind;Plur ποιεῖτε ἐποιήσατε ποιήσετε - -
ποιέω Acc;Neut;Plur - πεποιημένα - - ποιητέα
ποιέω Gen;Masc;Sing ποιέοντος πεποιηκότος - - -
ποιέω Masc;Nom;Plur ποιοῦντες ποιησάμενοι - - -
ποιέω 1;Ind;Plur ποιοῦμεν ἐποιήσαμεν ποιησόμεθα - -
ποιέω 2;Imp;Plur ποιεῖσθε ποιήσατε - - -
ποιέω Gen;Masc;Plur ποιεύντων ποιησάντων - - -
ποιέω Acc;Fem;Plur - πεποιημένας - - -
ποιέω Fem;Nom;Plur ποιέουσαι πεποιημέναι - - -
ποιέω 2;Imp;Sing ποίεε ποίησον - - -
ποιέω 1;Opt;Sing ποιέοιμι - - - -
ποιέω Acc;Neut;Sing ποιεύμενον ποιηθὲν - - -
ποιέω 2;Sing;Sub ποιῇς ποιήσῃς - - -
ποιέω 2;Opt;Sing - ποιήσειας - - -
ποιέω 3;Opt;Plur ποιέοιεν πεποιήκοιεν - - -
ποιέω Fem;Nom;Sing ποιεύμενα - - - -
ποιέω 3;Imp;Sing ποιείτω ποιησάτω - - -
ποιέω 3;Plur;Sub ποιέωνται ποιήσωσιν - - -
ποιέω Neut;Nom;Plur ποιεόμενα πεποιημένα - - ποιητέα
ποιέω Acc;Fem;Sing ποιευμένην - - - -
ποιέω 3;Opt;Sing ποιέοιτο ποιήσειε - - -
ποιέω Dat;Masc;Plur ποιέουσι ποιήσασι - - -
ποιέω Dat;Masc;Sing ποιευμένῳ ποιήσαντι - - -
ποιέω Neut;Nom;Sing ποιοῦν ποιηθὲν - - ποιητέον
ποιέω Dat;Neut;Sing ποιοῦντι - - - -
ποιέω Gen;Neut;Plur - πεποιημένων - - -
ποιέω Dat;Neut;Plur ποιευμένοισι - - - -
ἔρχομαι 1;Ind;Sing ἔρχομαι ἦλθον ἐλεύσομαι - -
ἔρχομαι 3;Imp;Sing ἐρχέσθω ἐλθάτω - - -
ἔρχομαι 3;Ind;Plur ἔρχονται ἦλθαν ἐλεύσονται ἐληλύθεισαν -
ἔρχομαι Acc;Masc;Sing ἐρχόμενον ἐλθόντα - - -
ἔρχομαι 3;Ind;Sing ἔρχεται ἦλθέ ἐλεύσεται ἐληλύθει -
ἔρχομαι Masc;Nom;Sing ἐρχόμενος ἐλθὼν - - -
ἔρχομαι Masc;Nom;Plur ἐρχόμενοι ἐλθόντες - - -
ἔρχομαι ἔρχεσθαι ἐλθεῖν - - -
ἔρχομαι 3;Plur;Sub - ἔλθωσιν - - -
ἔρχομαι Gen;Masc;Sing ἐρχομένου ἐλθόντος - - -
ἔρχομαι 1;Ind;Plur ἐρχόμεθα ἤλθαμεν ἐλευσόμεθα - -
ἔρχομαι 3;Sing;Sub ἔρχηται ἔλθῃ - - -
ἔρχομαι 1;Sing;Sub - ἔλθω - - -
ἔρχομαι 2;Imp;Sing ἔρχου ἐλθὲ - - -
ἔρχομαι Fem;Nom;Sing ἐρχομένη ἐλθοῦσα - - -
ἔρχομαι Acc;Neut;Plur ἐρχόμενα - - - -
ἔρχομαι Neut;Nom;Sing - ἐλθὸν - - -
ἔρχομαι Dat;Masc;Sing ἐρχομένῳ ἐλθόντι - - -
ἔρχομαι Dat;Masc;Plur - ἐλθοῦσι - - -
ἔρχομαι Gen;Masc;Plur - ἐλθόντων - - -
ἔρχομαι 2;Ind;Plur - ἤλθετε - - -
ἔρχομαι 2;Ind;Sing ἔρχῃ ἦλθες - - -
ἔρχομαι 3;Opt;Plur - ἔλθοιεν - - -
ἔρχομαι Acc;Fem;Plur - ἐλθούσας - - -
ἔρχομαι Dat;Neut;Plur - ἐλθοῦσι - - -
ἔρχομαι Acc;Masc;Plur ἐρχομένους ἐλθόντας - - -
ἔρχομαι 2;Imp;Plur ἔρχεσθε - - - -
ἔρχομαι 2;Sing;Sub - ἔλθῃς - - -
ἔρχομαι Fem;Gen;Sing ἐρχομένης ἐλθούσης - - -
ἔρχομαι 2;Plur;Sub - ἔλθητε - - -
ἔρχομαι Fem;Nom;Plur - ἐλθοῦσαι - - -
ἔρχομαι Acc;Fem;Sing - ἐληλυθυῖαν - - -
ἔρχομαι 1;Opt;Sing - ἔλθοιμι - - -
ἔρχομαι Dat;Masc,Neut;Sing ἐρχομένῳ - - - -
ἔρχομαι Acc;Neut;Sing ἐρχόμενον - - - -
ἔρχομαι 3;Opt;Sing - ἔλθοι - - -
ὁράω Masc;Nom;Sing ὁρέων ἰδὼν - - -
ὁράω 3;Ind;Sing - ὥρα ὄψεται ὀπώπεε -
ὁράω 2;Imp;Plur ὁρᾶτε ἴδετε - - -
ὁράω Masc;Nom;Plur ὁρῶντες ἰδόντες - - -
ὁράω 1;Ind;Sing ὁρῶ ἴδον ὀφθήσομαί - -
ὁράω 2;Ind;Sing ὁρᾷς ἑώρακας ὄψεαι - -
ὁράω 2;Imp;Sing ὅρα ἴδε - - -
ὁράω 3;Opt;Plur - ἴδοιεν - - -
ὁράω 3;Plur;Sub - ἴδωνται - - -
ὁράω 3;Ind;Plur - ἑωράκασιν ὄψονται - -
ὁράω Fem;Nom;Sing ὁρῶσα ἰδοῦσα - - -
ὁράω ὁρᾶν ἰδεῖν - - -
ὁράω 2;Plur;Sub - ἴδητε - - -
ὁράω 1;Ind;Plur ὁρῶμεν εἴδομέν - - -
ὁράω Dat;Masc;Plur ὁρῶσι ἰδοῦσι - - -
ὁράω 1;Plur;Sub - ἴδωμεν - - -
ὁράω 3;Opt;Sing - ἴδοι - - -
ὁράω Acc;Fem;Sing - ὁρῶσαν - - -
ὁράω Acc;Masc;Sing - ἰδόντα - - -
ὁράω 2;Ind;Plur ὁρᾶτε εἴδετε ὄψεσθέ - -
ὁράω 2;Sing;Sub - ἴδῃς - - -
ὁράω 1;Sing;Sub - ἴδω - - -
ὁράω 3;Sing;Sub - ἴδῃ - - -
ὁράω Neut;Nom;Sing ὁρῶν - - - -
ὁράω Fem;Nom;Plur ὁρῶσαι - - - -
ὁράω Dat;Masc;Sing - ἰδόντι - - -
ὁράω Acc;Masc;Plur - ἰδομένους - - -
ὁράω Acc;Neut;Sing - ἰδόμενον - - -
δίδωμι 3;Ind;Sing δίδωσιν ἔδωκεν δώσει δεδώκει -
δίδωμι διδόναι δεδωκέναι δώσειν - -
δίδωμι 2;Imp;Sing δὸς δός - - -
δίδωμι Masc;Nom;Sing διδοὺς δοὺς - - -
δίδωμι 3;Ind;Plur διδοῦσι ἔδωκαν δώσουσιν δεδώκεισαν -
δίδωμι Masc;Nom;Plur διδόντες δόντες δώσοντες - -
δίδωμι Acc;Fem;Sing - δεδομένην - - -
δίδωμι 1;Ind;Sing δίδωμι δέδωκα δώσω - -
δίδωμι 2;Ind;Sing διδοῖς ἔδωκας δώσεις - -
δίδωμι 2;Plur;Sub - δῶτε - - -
δίδωμι Gen;Masc,Neut;Sing διδόντος δόντος - - -
δίδωμι 3;Opt;Sing διδοίη δῴη - - -
δίδωμι 2;Imp;Plur δίδοτε δότε - - -
δίδωμι 1;Plur;Sub - δῶμεν - - -
δίδωμι 2;Ind;Plur - ἐδώκατέ - - -
δίδωμι 3;Sing;Sub - δῷ - - -
δίδωμι 2;Opt;Plur - δοίητε - - -
δίδωμι Dat;Neut;Sing διδομένῳ - - - -
δίδωμι Neut;Nom;Sing διδόμενον δεδομένον - - -
δίδωμι Acc;Masc;Sing διδόντα δόντα - - -
δίδωμι Acc;Masc;Plur - - δώσοντας - -
δίδωμι Fem;Gen;Sing - δοθείσης - - -
δίδωμι Dat;Fem;Sing - δοθείσῃ - - -
δίδωμι 3;Imp;Sing - δότω - - -
δίδωμι Gen;Masc;Sing διδόντος δόντος - - -
δίδωμι 3;Plur;Sub - δῶσιν - - -
δίδωμι Acc;Neut;Sing διδόμενον - - - -
δίδωμι 1;Ind;Plur δίδομεν ἐδώκαμεν - - -
δίδωμι Neut;Nom;Plur διδόντα - - - -
δίδωμι Dat;Masc,Neut;Sing διδόντι - - - -
δίδωμι Gen;Masc;Plur - δόντων - - -
ἀκούω 2;Ind;Plur ἀκούετε ἠκούσατε ἀκούσετε - -
ἀκούω 1;Ind;Plur ἀκούομεν ἠκούσαμεν ἀκουσόμεθά - -
ἀκούω 2;Ind;Sing ἀκούεις ἤκουσας ἀκούσῃ - -
ἀκούω 3;Ind;Sing ἀκούεται ἤκουσεν ἀκούσει ἀκηκόεε -
ἀκούω Masc;Nom;Plur ἀκούοντες ἀκούσαντες - - -
ἀκούω 3;Ind;Plur ἀκούουσιν ἤκουσαν ἀκούσονται - -
ἀκούω 2;Imp;Plur ἀκούετε ἀκούσατε - - -
ἀκούω ἀκούειν ἀκοῦσαι - - -
ἀκούω 1;Ind;Sing ἀκούω ἤκουσα - - -
ἀκούω Masc;Nom;Sing ἀκούων ἀκούσας - - -
ἀκούω Gen;Masc;Plur ἀκουόντων ἀκουσάντων - - -
ἀκούω Dat;Masc;Plur ἀκούουσιν ἀκούσασιν - - -
ἀκούω Neut;Nom;Plur ἀκούοντα - - - -
ἀκούω Acc;Masc;Sing ἀκούοντα ἀκηκοότα - - -
ἀκούω Dat;Masc;Sing ἀκούοντι - - - -
ἀκούω 2;Imp;Sing ἄκουε ἄκουσον - - -
ἀκούω 2;Plur;Sub - ἀκούσητε - - -
ἀκούω 3;Imp;Sing ἀκουέτω ἀκουσάτω - - -
ἀκούω 3;Plur;Sub ἀκούωσιν ἀκούσωσιν - - -
ἀκούω 3;Sing;Sub - ἀκούσῃ - - -
ἀκούω Gen;Masc;Sing ἀκούοντος - - - -
ἀκούω Acc;Masc;Plur ἀκούοντας ἀκούσαντας - - -
ἀκούω Dat;Neut;Plur - ἀκουσθεῖσιν - - -
ἀκούω Fem;Nom;Sing - ἀκούσασα - - -
ἀκούω 1;Sing;Sub ἀκούω - - - -
οἶδα 1;Ind;Plur - οἴδαμεν - - -
οἶδα 3;Ind;Plur - οἴδασιν εἰδήσουσίν ᾔδεισαν -
οἶδα 1;Ind;Sing - οἶδα - ᾔδειν -
οἶδα 2;Ind;Sing - οἶδας εἰδήσεις ᾔδεις -
οἶδα 3;Ind;Sing - οἶδεν - ᾔδει -
οἶδα 2;Sing;Sub - εἰδῇς - - -
οἶδα 2;Ind;Plur - οἴδατε - ᾔδειτε -
οἶδα Masc;Nom;Plur - εἰδότες - - -
οἶδα Masc;Nom;Sing - εἰδὼς - - -
οἶδα Acc;Fem;Sing - εἰδυῖαν - - -
οἶδα 2;Plur;Sub - εἰδῆτε - - -
οἶδα 2;Imp;Sing - ἴσθι - - -
οἶδα 3;Opt;Sing - εἰδείη - - -
οἶδα - εἰδέναι - - -
οἶδα 3;Sing;Sub - εἴδῃ - - -
οἶδα 2;Imp;Plur - ἴστε - - -
οἶδα 1;Sing;Sub - εἰδῶ - - -
οἶδα 1;Plur;Sub - εἰδῶμεν - - -
οἶδα Fem;Nom;Sing - εἰδυῖά - - -
οἶδα Dat;Masc;Sing - εἰδότι - - -
οἶδα Dat;Masc;Plur - εἰδόσιν - - -
οἶδα Neut;Nom;Plur - εἰδότα - - -
οἶδα Acc;Masc;Sing - εἰδότα - - -
λαμβάνω Masc;Nom;Sing λαμβανόμενος λαβὼν - - -
λαμβάνω 3;Ind;Sing λαμβάνει λάβεσκε λήμψεται - -
λαμβάνω 1;Plur;Sub - λάβωμεν - - -
λαμβάνω 2;Imp;Plur - λάβετε - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Sing - λαβόντα - - -
λαμβάνω λαμβάνειν λαβεῖν - - -
λαμβάνω 3;Sing;Sub - λάβῃ - - -
λαμβάνω 3;Imp;Sing - λαβέτω - - -
λαμβάνω Fem;Nom;Sing λαμβάνουσα λαβοῦσα - - -
λαμβάνω 2;Ind;Plur λαμβάνετε ἐλάβετε λήμψεσθε - -
λαμβάνω 3;Ind;Plur λαμβάνουσιν ἔλαβον λήμψονται - -
λαμβάνω 1;Ind;Sing - ἔλαβον - - -
λαμβάνω Masc;Nom;Plur λαμβάνοντες λαβόντες - - -
λαμβάνω Gen;Masc;Sing - λαβόντος - - -
λαμβάνω 2;Imp;Sing - λάβε - - -
λαμβάνω Acc;Fem;Plur - λαβούσας - - -
λαμβάνω 2;Ind;Sing λαμβάνεις ἔλαβες λάμψεαι - -
λαμβάνω 2;Plur;Sub - λάβητε - - -
λαμβάνω 3;Plur;Sub - λάβωσιν - - -
λαμβάνω Acc;Masc;Plur λαμβάνοντας λαβόντας - - -
λαμβάνω 3;Opt;Sing - λάβοι - - -
λαμβάνω Dat;Masc;Plur - λαβοῦσι - - -
λαμβάνω 1;Sing;Sub - λάβω - - -
λαμβάνω 2;Opt;Sing - λάβοις - - -
λαμβάνω 1;Ind;Plur - ἐλάβομεν λημψόμεθα - -
λαμβάνω Fem;Nom;Plur - λαβοῦσαι - - -
λαμβάνω Neut;Nom;Sing λαμβανόμενον - - - -
καλέω 3;Ind;Plur καλέουσι ἐκάλουν κληθήσονται - -
καλέω 2;Ind;Sing - ἐκλήθης καλέσεις - -
καλέω Gen;Neut;Sing καλεομένου - - - -
καλέω Acc;Neut;Sing καλούμενον - - - -
καλέω 3;Ind;Sing καλεῖται κέκληται κληθήσεται - -
καλέω Fem;Gen;Sing καλεομένης - - - -
καλέω Dat;Fem;Sing καλεομένῃ - - - -
καλέω 2;Plur;Sub - κληθῆτε - - -
καλέω Masc;Nom;Plur καλοῦντες καλέσαντες - - -
καλέω Acc;Fem;Sing καλεομένην - - - -
καλέω καλέεσθαι κεκλῆσθαι - - -
καλέω Gen;Masc;Sing καλοῦντος κληθέντος - - -
καλέω Dat;Masc,Neut;Plur καλεομένοισι - - - -
καλέω Masc;Nom;Sing καλούμενος καλέσας - - -
καλέω Gen;Masc,Neut;Sing καλεομένου καλέσαντος - - -
καλέω Acc;Masc;Sing καλούμενον καλέσαντα - - -
καλέω Acc;Fem;Plur καλεομένας - - - -
καλέω Fem;Nom;Plur καλεόμεναι - - - -
καλέω Acc;Masc;Plur καλεομένους κεκλημένους - - -
καλέω 1;Ind;Sing - - καλέσω - -
καλέω 2;Imp;Sing κάλει κάλεσον - - -
καλέω Neut;Nom;Sing - κληθὲν - - -
καλέω Fem;Nom;Sing καλεομένη - - - -
καλέω 2;Sing;Sub - κληθῇς - - -
καλέω 2;Ind;Plur - ἐκλήθητε - - -
καλέω Dat;Masc;Plur καλεομένοισι κεκλημένοις - - -
καλέω Acc;Masc,Neut;Sing καλεόμενον - - - -
καλέω 3;Sing;Sub - καλέσῃ - - -
καλέω 1;Ind;Plur καλέομεν ἐκαλέοντο - - -
καλέω 2;Imp;Plur - καλέσατε - - -
καλέω Gen;Masc;Plur καλεομένων κεκλημένων - - -
καλέω Dat;Masc;Sing - κεκληκότι - - -
καλέω Dat;Fem;Plur καλεομένῃσι - - - -
καλέω 3;Opt;Sing καλέοιτο - - - -
καλέω 3;Opt;Plur καλέοιεν - - - -
καλέω Acc;Neut;Plur καλεόμενα - - - -
λαλέω 3;Sing;Sub λαλῇ λαλήσῃ - - -
λαλέω 3;Ind;Sing λαλεῖ ἐλάλησεν λαλήσει - -
λαλέω Masc;Nom;Plur λαλοῦντες λαλήσαντες - - -
λαλέω 2;Imp;Sing λάλει - - - -
λαλέω λαλεῖν λαλῆσαι - - -
λαλέω 3;Ind;Plur λαλοῦσιν ἐλάλησαν λαλήσουσιν - -
λαλέω Gen;Masc;Plur λαλούντων - - - -
λαλέω Neut;Nom;Sing λαλοῦν - - - -
λαλέω 1;Ind;Sing λαλῶ ἐλάλησα λαλήσω - -
λαλέω Masc;Nom;Sing λαλῶν λαλήσας - - -
λαλέω 2;Ind;Sing λαλεῖς - - - -
λαλέω 1;Ind;Plur λαλοῦμεν ἐλαλήσαμεν - - -
λαλέω Gen;Masc;Sing λαλοῦντος λαλήσαντος - - -
λαλέω 2;Plur;Sub - λαλήσητε - - -
λαλέω 2;Imp;Plur λαλεῖτε - - - -
λαλέω 1;Sing;Sub λαλῶ λαλήσω - - -
λαλέω 3;Imp;Plur λαλείτωσαν - - - -
λαλέω 2;Ind;Plur - ἐλαλήσατε - - -
λαλέω Gen;Neut;Plur - λαληθέντων - - -
λαλέω Dat;Masc,Neut;Sing λαλοῦντι - - - -
λαλέω Gen;Masc,Neut;Plur λαλούντων - - - -
λαλέω Acc;Masc;Sing λαλοῦντα - - - -
λαλέω Dat;Neut;Plur λαλουμένοις λελαλημένοις - - -
λαλέω 3;Plur;Sub λαλῶσιν - - - -
λαλέω Fem;Nom;Sing λαλουμένη - - - -
λαλέω Dat;Masc;Sing λαλοῦντι - - - -
λαλέω 3;Imp;Sing λαλείτω - - - -
λαλέω Fem;Nom;Plur λαλοῦσαι - - - -
λαλέω Gen;Neut;Sing - λαληθέντος - - -
λαλέω Gen;Plur - - λαληθησομένων - -
λαλέω Fem;Gen;Sing - λαληθείσης - - -
λαλέω Acc;Masc;Plur λαλοῦντας - - - -
λαλέω Acc;Fem;Sing λαλοῦσαν - - - -
ἐθέλω 2;Plur;Sub θέλητε - - - -
ἐθέλω 2;Ind;Sing θέλεις ἠθέλησας ἐθελήσεις - -
ἐθέλω 3;Ind;Sing θέλει ἤθελεν ἐθελήσει - -
ἐθέλω Masc;Nom;Sing θέλων - - - -
ἐθέλω θέλειν ἐθελῆσαί - - -
ἐθέλω 2;Ind;Plur ἐθέλετε ἠθέλετε - - -
ἐθέλω 1;Ind;Sing θέλω ἠθέλησα - - -
ἐθέλω 3;Plur;Sub ἐθέλωσι θελήσωσιν - - -
ἐθέλω 3;Ind;Plur θέλουσιν ἠθέλησαν ἐθελήσουσι - -
ἐθέλω 1;Ind;Plur θέλομεν ἠθελήσαμέν ἐθελήσομεν - -
ἐθέλω Masc;Nom;Plur θέλοντες - - - -
ἐθέλω 3;Opt;Sing θέλοι - - - -
ἐθέλω Gen;Masc;Plur θελόντων - - - -
ἐθέλω 3;Sing;Sub θέλῃ θελήσῃ - - -
ἐθέλω 1;Sing;Sub θέλω θελήσω - - -
ἐθέλω 2;Sing;Sub θέλῃς - - - -
ἐθέλω Acc;Masc;Plur - θελήσαντάς - - -
ἐθέλω Gen;Masc;Sing θέλοντος ἐθελήσαντος - - -
ἐθέλω Dat;Masc;Plur ἐθέλουσι - - - -
ἐθέλω Dat;Masc;Sing θέλοντι - - - -
ἀποκρίνω Masc;Nom;Sing ἀποκρίνων ἀποκριθεὶς - - -
ἀποκρίνω 3;Ind;Sing ἀποκρίνεται ἀπεκρίθη ἀποκριθήσεται - -
ἀποκρίνω 3;Ind;Plur - ἀπεκρίθησαν ἀποκριθήσονται - -
ἀποκρίνω Masc;Nom;Plur - ἀποκριθέντες - - -
ἀποκρίνω 3;Sing;Sub - ἀποκριθῇ - - -
ἀποκρίνω ἀποκρίνεσθαι ἀποκριθῆναι - - -
ἀποκρίνω 1;Ind;Sing - ἀπεκρίθην - - -
ἀποκρίνω 2;Ind;Sing ἀποκρίνῃ ἀπεκρίθης - - -
ἀποκρίνω 2;Imp;Plur - ἀποκρίθητέ - - -
ἀποκρίνω Neut;Nom;Sing - ἀποκριθὲν - - -
ἀποκρίνω 3;Plur;Sub - ἀποκριθῶσιν - - -
ἀποκρίνω Fem;Nom;Sing - ἀποκριθεῖσα - - -
πιστεύω 3;Ind;Plur πιστεύουσιν ἐπίστευσαν πιστεύσουσιν πεπιστεύκεισαν -
πιστεύω 1;Ind;Sing πιστεύω πεπίστευκα πιστεύσω - -
πιστεύω πιστεύειν πιστεῦσαι - - -
πιστεύω 2;Imp;Plur πιστεύετε - - - -
πιστεύω Dat;Masc;Plur πιστεύουσιν πιστεύσασιν - - -
πιστεύω Masc;Nom;Sing πιστεύων πεπιστευκὼς - - -
πιστεύω 2;Ind;Plur πιστεύετε πεπιστεύκατε πιστεύσετε - -
πιστεύω 3;Plur;Sub - πιστεύσωσιν - - -
πιστεύω Masc;Nom;Plur πιστεύοντες πιστεύσαντες πιστεύσοντες - -
πιστεύω 2;Sing;Sub - πιστεύσῃς - - -
πιστεύω 2;Ind;Sing πιστεύεις ἐπίστευσας - - -
πιστεύω 3;Ind;Sing πιστεύεται ἐπίστευεν - - -
πιστεύω 2;Plur;Sub πιστεύητε πιστεύσητε - - -
πιστεύω 1;Ind;Plur πιστεύομεν ἐπιστεύσαμεν - - -
πιστεύω Acc;Masc;Plur πιστεύοντας πεπιστευκότας - - -
πιστεύω Gen;Masc;Plur πιστευόντων πιστευσάντων - - -
πιστεύω 2;Imp;Sing πίστευέ πίστευσον - - -
πιστεύω Dat;Masc;Sing πιστεύοντι - - - -
πιστεύω 1;Plur;Sub - πιστεύσωμεν - - -
πιστεύω 1;Sing;Sub - πιστεύσω - - -
πιστεύω 3;Sing;Sub πιστεύῃ - - - -
πιστεύω Fem;Nom;Sing - πιστεύσασα - - -
δύναμαι 1;Ind;Sing δύναμαι ἠδυνήθην - - -
δύναμαι 3;Ind;Sing δύναται ἐδύνατο δυνήσεται - -
δύναμαι 2;Ind;Plur δύνασθε ἠδυνήθητε δυνήσεσθε - -
δύναμαι Fem;Nom;Plur δυνάμεναι - - - -
δύναμαι Fem;Nom;Sing δυναμένη - - - -
δύναμαι 2;Ind;Sing δύνασαί - δυνήσῃ - -
δύναμαι Acc;Masc;Plur δυναμένους - - - -
δύναμαι Masc;Nom;Plur δυνάμενοι - - - -
δύναμαι 1;Ind;Plur δυνάμεθα ἠδυνήθημεν δυνησόμεθα - -
δύναμαι 3;Plur;Sub δύνωνται - - - -
δύναμαι δύνασθαι - - - -
δύναμαι 3;Ind;Plur δύνανται ἠδυνέατο δυνήσονται - -
δύναμαι Masc;Nom;Sing δυνάμενος - - - -
δύναμαι 2;Plur;Sub - δυνηθῆτε - - -
δύναμαι Gen;Masc;Plur δυναμένων - - - -
δύναμαι Gen;Masc;Sing δυναμένου - - - -
δύναμαι Acc;Masc;Sing δυνάμενον - - - -
δύναμαι Dat;Masc;Sing δυναμένῳ - - - -
δύναμαι 3;Sing;Sub δύνηται - - - -
δύναμαι 3;Opt;Plur δύναιντο - - - -
δύναμαι Gen;Neut;Sing δυναμένου - - - -
δύναμαι Acc;Neut;Plur δυνάμενά - - - -
δύναμαι 3;Opt;Sing δύναιτο - - - -
δύναμαι 1;Opt;Sing δυναίμην - - - -
ἐξέρχομαι 2;Ind;Plur - ἐξήλθατε - - -
ἐξέρχομαι Masc;Nom;Plur ἐξερχόμενοι ἐξελθόντες - - -
ἐξέρχομαι 3;Ind;Sing ἐξέρχεται ἐξῆλθεν ἐξελεύσεται ἐξεληλύθει -
ἐξέρχομαι Fem;Nom;Sing - ἐξελθοῦσα - - -
ἐξέρχομαι 3;Ind;Plur ἐξέρχονται ἐξῆλθον ἐξελεύσονται - -
ἐξέρχομαι 2;Imp;Sing - ἔξελθε - - -
ἐξέρχομαι 1;Ind;Sing - ἐξῆλθον - - -
ἐξέρχομαι Gen;Masc;Sing - ἐξελθόντος - - -
ἐξέρχομαι 1;Ind;Plur - ἐξήλθομεν - - -
ἐξέρχομαι Masc;Nom;Sing ἐξερχόμενος ἐξελθὼν - - -
ἐξέρχομαι - ἐξελθεῖν ἐξελεύσεσθαι - -
ἐξέρχομαι 2;Imp;Plur ἐξέρχεσθε ἐξέλθατε - - -
ἐξέρχομαι 2;Plur;Sub - ἐξέλθητε - - -
ἐξέρχομαι Fem;Nom;Plur - ἐξελθοῦσαι - - -
ἐξέρχομαι 2;Sing;Sub - ἐξέλθῃς - - -
ἐξέρχομαι Acc;Masc;Sing - ἐξελθόντα - - -
ἐξέρχομαι Dat;Fem;Sing - ἐξελθούσῃ - - -
ἐξέρχομαι 3;Sing;Sub - ἐξέλθῃ - - -
ἐξέρχομαι Neut;Nom;Plur - ἐξελθόντα - - -
ἐξέρχομαι Gen;Masc;Plur ἐξερχομένων ἐξελθόντων - - -
ἐξέρχομαι Acc;Masc;Plur - ἐξεληλυθότας - - -
ἐξέρχομαι Acc;Neut;Sing - ἐξεληλυθός - - -
ἐξέρχομαι Acc;Fem;Sing - ἐξεληλυθυῖαν - - -
ἐξέρχομαι Dat;Masc;Sing - ἐξελθόντι - - -
ἐξέρχομαι Acc;Fem;Plur - ἐξελθούσας - - -
ἐξέρχομαι 2;Ind;Sing - ἐξῆλθες - - -
γιγνώσκω 3;Ind;Sing γινώσκει ἐγίνωσκεν γνωσθήσεται - -
γιγνώσκω 3;Sing;Sub γινώσκῃ γνῷ - - -
γιγνώσκω 2;Ind;Sing γινώσκεις ἔγνως γνώσῃ - -
γιγνώσκω 1;Ind;Sing γινώσκω ἔγνων γνώσομαι - -
γιγνώσκω 2;Imp;Plur γινώσκετε γνῶτε - - -
γιγνώσκω γινώσκειν γνῶναι - - -
γιγνώσκω 2;Plur;Sub γινώσκητε γνῶτε - - -
γιγνώσκω 2;Ind;Plur γινώσκετε ἐγνώκατε γνώσεσθε ἐγνώκειτε -
γιγνώσκω 3;Ind;Plur γινώσκουσί ἔγνωσαν γνώσονται - -
γιγνώσκω 1;Sing;Sub - γνῶ - - -
γιγνώσκω Masc;Nom;Plur γινώσκοντες γνόντες - - -
γιγνώσκω Masc;Nom;Sing γινώσκων γνοὺς - - -
γιγνώσκω 3;Imp;Sing γινωσκέτω γνωσθήτω - - -
γιγνώσκω 1;Ind;Plur γινώσκομεν ἐγνώκαμεν - - -
γιγνώσκω Fem;Nom;Sing γινωσκομένη - - - -
γιγνώσκω 3;Plur;Sub γινώσκωσιν - - - -
γιγνώσκω Acc;Masc;Sing - γνόντα - - -
γιγνώσκω 2;Imp;Sing γίνωσκε γνῶθι - - -
γιγνώσκω Dat;Masc;Plur γινώσκουσιν - - - -
εἰσέρχομαι - εἰσελθεῖν εἰσελεύσεσθαι - -
εἰσέρχομαι Masc;Nom;Sing εἰσερχόμενος εἰσελθὼν - - -
εἰσέρχομαι 3;Ind;Sing εἰσέρχεται εἰσῆλθεν εἰσελεύσεται - -
εἰσέρχομαι 2;Plur;Sub εἰσέρχησθε εἰσέλθητε - - -
εἰσέρχομαι Neut;Nom;Sing εἰσερχόμενον - - - -
εἰσέρχομαι 2;Ind;Plur εἰσέρχεσθε εἰσήλθατε - - -
εἰσέρχομαι Acc;Masc;Plur εἰσερχομένους - - - -
εἰσέρχομαι Neut;Nom;Plur - εἰσελθόντα - - -
εἰσέρχομαι 3;Ind;Plur - εἰσῆλθον εἰσελεύσονται - -
εἰσέρχομαι Masc;Nom;Plur εἰσερχόμενοι ἐσελθόντες - - -
εἰσέρχομαι 3;Sing;Sub - εἰσέλθῃ - - -
εἰσέρχομαι Gen;Masc;Sing εἰσερχομένου εἰσελθόντος - - -
εἰσέρχομαι 1;Ind;Sing - εἰσῆλθον - - -
εἰσέρχομαι 1;Ind;Plur εἰσερχόμεθα εἰσήλθομεν - - -
εἰσέρχομαι Dat;Masc;Sing - εἰσελθόντι - - -
εἰσέρχομαι Fem;Nom;Plur - εἰσελθοῦσαι - - -
εἰσέρχομαι 2;Sing;Sub - εἰσέλθῃς - - -
εἰσέρχομαι 3;Imp;Plur εἰσερχέσθωσαν - - - -
εἰσέρχομαι 2;Ind;Sing - εἰσῆλθες - - -
εἰσέρχομαι 2;Imp;Sing - εἴσελθε - - -
εἰσέρχομαι 2;Imp;Plur - εἰσέλθατε - - -
εἰσέρχομαι 3;Plur;Sub - εἰσέλθωσιν - - -
εἰσέρχομαι Gen;Masc;Plur - εἰσελθόντων - - -
εἰσέρχομαι Acc;Masc;Sing - ἐσελθόντα - - -
εἰσέρχομαι Fem;Nom;Sing - εἰσελθοῦσα - - -
εἰσέρχομαι Fem;Gen;Sing - ἐσελθούσης - - -
εἰσέρχομαι 3;Imp;Sing - εἰσελθάτω - - -
εἰσέρχομαι Acc;Fem;Sing εἰσερχομένην - - - -
ἀφικνέομαι Fem;Gen;Sing - ἀπικομένης - - -
ἀφικνέομαι 3;Ind;Sing ἀπικνέεται ἀπίκετο ἀπίξεται - -
ἀφικνέομαι Acc;Fem;Sing - ἀπικομένην - - -
ἀφικνέομαι Gen;Masc;Plur ἀπικνεομένων ἀπικομένων - - -
ἀφικνέομαι Acc;Masc;Sing - ἀπικόμενον - - -
ἀφικνέομαι Masc;Nom;Plur - ἀπικόμενοι - - -
ἀφικνέομαι 3;Ind;Plur ἀπικνέονται ἀπίκοντο - ἀπίκατο -
ἀφικνέομαι - ἀπικέσθαι - - -
ἀφικνέομαι Masc;Nom;Sing - ἀπικόμενος - - -
ἀφικνέομαι Acc;Masc;Plur ἀπικνεομένους ἀπικομένους - - -
ἀφικνέομαι 3;Opt;Sing - ἀπίκοιτο - - -
ἀφικνέομαι Dat;Masc;Sing - ἀπικομένῳ - - -
ἀφικνέομαι Gen;Masc;Sing - ἀπικομένου - - -
ἀφικνέομαι 3;Opt;Plur ἀπικνεοίατο ἀπικοίατο - - -
ἀφικνέομαι Dat;Masc;Plur ἀπικνεομένοισι ἀπικομένοισι - - -
ἀφικνέομαι 3;Plur;Sub - ἀπίκωνται - - -
ἀφικνέομαι Neut;Nom;Sing - ἀπικόμενον - - -
ἀφικνέομαι Dat;Fem;Sing - ἀπικομένῃ - - -
ἀφικνέομαι Acc;Fem;Plur - ἀπικομένας - - -
ἀφικνέομαι Fem;Nom;Sing - ἀπικομένη - - -
ἀφικνέομαι 2;Imp;Sing - ἀπίκεό - - -
εὑρίσκω 3;Ind;Plur εὑρίσκουσι εὗρον εὑρήσουσιν - -
εὑρίσκω 1;Plur;Sub - εὕρωμεν - - -
εὑρίσκω 3;Ind;Sing εὑρίσκει εὗρεν εὑρήσει - -
εὑρίσκω Masc;Nom;Sing εὑρίσκων εὑρὼν - - -
εὑρίσκω εὑρίσκειν εὑρεῖν εὑρήσειν - -
εὑρίσκω 1;Ind;Sing εὑρίσκω εὗρον - - -
εὑρίσκω 2;Ind;Plur - - εὑρήσετε - -
εὑρίσκω 1;Ind;Plur εὑρίσκομεν εὕραμεν εὑρεθησόμεθα - -
εὑρίσκω Fem;Nom;Sing - εὑροῦσα - - -
εὑρίσκω Masc;Nom;Plur εὑρίσκοντες εὑρόντες - - -
εὑρίσκω 3;Sing;Sub - εὑρεθῇ - - -
εὑρίσκω Fem;Nom;Plur - εὑροῦσαι - - -
εὑρίσκω 3;Plur;Sub - εὕρωσιν - - -
εὑρίσκω Acc;Masc;Sing - εὑρόντα - - -
εὑρίσκω Neut;Nom;Sing εὑρίσκον - - - -
εὑρίσκω 2;Ind;Sing - εὗρες εὑρήσεις - -
εὑρίσκω 2;Plur;Sub - εὕρητε - - -
εὑρίσκω 3;Opt;Sing - εὑρήκοι - - -
εὑρίσκω 2;Sing;Sub - εὕρῃς - - -
εὑρίσκω 3;Opt;Plur - εὕροιεν - - -
εὑρίσκω 1;Sing;Sub - εὑρεθῶ - - -
πέμπω πέμπειν πέμψαι πέμψειν - -
πέμπω 3;Ind;Sing πέμπει ἔπεμπε πέμψει ἐπεπόμφεε -
πέμπω 3;Ind;Plur πέμπουσι ἔπεμψαν - - -
πέμπω Acc;Masc;Sing πέμποντα πέμψαντά - - -
πέμπω Fem;Nom;Sing πέμπουσα πέμψασα - - -
πέμπω Masc;Nom;Plur πέμποντες πέμψαντες - - -
πέμπω 1;Ind;Sing πέμπω ἔπεμψα πέμψω - -
πέμπω Masc;Nom;Sing πέμπων πέμψας - - -
πέμπω Dat;Masc;Sing - πέμψαντι - - -
πέμπω Gen;Masc;Sing - πέμψαντος - - -
πέμπω 2;Ind;Plur - ἐπέμψατε πέμψετε - -
πέμπω 1;Sing;Sub - πέμψω - - -
πέμπω 3;Opt;Sing - πέμψειε - - -
πέμπω 2;Imp;Sing - πέμψον - - -
πέμπω Dat;Masc;Plur πεμπομένοις πέμψασι - - -
πέμπω Acc;Masc;Plur - πέμψαντας - - -
πέμπω 1;Ind;Plur - ἐπέμψαμεν - - -
πέμπω 1;Opt;Sing - πέμψαιμι - - -
πέμπω Acc;Neut;Plur πεμπόμενα - - - -
πέμπω 2;Ind;Sing - - πέμψεις - -
δοκέω 3;Ind;Sing δοκεῖ ἔδοξεν δόξει - -
δοκέω 2;Ind;Plur δοκεῖτε - - - -
δοκέω 1;Ind;Sing δοκέω ἔδοξα δόξω - -
δοκέω 3;Sing;Sub δοκῇ δόξῃ - - -
δοκέω 3;Opt;Sing δοκέοι δόξειε - - -
δοκέω δοκέειν δόξαι - - -
δοκέω Masc;Nom;Sing δοκέων δόξας - - -
δοκέω Gen;Masc;Plur δοκούντων - - - -
δοκέω Acc;Neut;Plur - δεδογμένα - - -
δοκέω Acc;Masc;Sing δοκέοντα - - - -
δοκέω Masc;Nom;Plur δοκέοντές δόξαντες - - -
δοκέω 2;Ind;Sing δοκεῖς - - - -
δοκέω Neut;Nom;Plur δοκέοντα - - - -
δοκέω 1;Ind;Plur δοκοῦμεν - - - -
δοκέω Fem;Nom;Sing δοκοῦσα - - - -
δοκέω 1;Sing;Sub - δόξω - - -
δοκέω 3;Ind;Plur δοκέουσι ἔδοξαν - - -
δοκέω Acc;Masc;Plur δοκέοντας - - - -
δοκέω 2;Plur;Sub - δόξητε - - -
δοκέω Dat;Masc;Plur δοκοῦσιν - - - -
δοκέω Acc;Neut;Sing δοκοῦν - - - -
δοκέω Gen;Neut;Plur - δεδογμένων - - -
φημί 3;Ind;Sing φησίν ἔφη - - -
φημί 3;Opt;Sing φαίη φήσειέ - - -
φημί Gen;Masc;Plur φαμένων - - - -
φημί Masc;Nom;Sing φὰς - - - -
φημί Fem;Nom;Sing φαμένη - - - -
φημί 3;Ind;Plur φασὶ ἔφασαν - - -
φημί 1;Ind;Sing φημί ἐφάμην - - -
φημί Masc;Nom;Plur φάμενοι - - - -
φημί φάναι - - - -
φημί 2;Ind;Sing φῂς - - - -
φημί Acc;Masc;Sing φάμενόν - - - -
φημί 1;Opt;Sing φαίην - - - -
φημί Gen;Masc;Sing φαμένου - - - -
φημί 1;Ind;Plur φαμὲν - - - -
ἄγω Masc;Nom;Sing ἄγων ἀγαγὼν ἄξων - -
ἄγω ἄγειν ἀγαγεῖν ἄξειν - -
ἄγω 3;Ind;Plur ἄγονται ἦγον ἄξουσι - -
ἄγω 3;Plur;Sub ἄγωσι - - - -
ἄγω Neut;Nom;Sing ἀγόμενον - - - -
ἄγω 3;Ind;Sing ἄγεται ἦγε ἄξει - -
ἄγω 2;Ind;Plur ἄγεσθε ἠγάγετε ἀχθήσεσθε - -
ἄγω Acc;Fem;Plur ἀγούσας - - - -
ἄγω 1;Ind;Plur - - ἄξομεν - -
ἄγω 1;Plur;Sub ἄγωμεν - - - -
ἄγω Gen;Masc;Sing ἄγοντος - - - -
ἄγω Masc;Nom;Plur ἄγοντες ἀγαγόντες - - -
ἄγω 2;Imp;Plur - ἀγάγετε - - -
ἄγω 2;Imp;Sing ἄγευ - - - -
ἄγω Fem;Nom;Sing - ἀγαγομένη - - -
ἄγω 1;Ind;Sing ἄγω - ἄξω - -
ἄγω Dat;Masc;Sing ἄγοντι - - - -
ἄγω Acc;Masc;Sing ἄγοντα ἀγαγόντα - - -
ἄγω 3;Opt;Plur ἄγοιεν ἀγάγοιεν - - -
ἄγω Acc;Neut;Plur ἀγόμενα - - - -
ἄγω Acc;Masc;Plur ἄγοντες - - - -
ἄρχω 3;Ind;Plur - ἤρξαντο ἄρξονται - -
ἄρχω Masc;Nom;Sing ἀρχόμενος ἀρξάμενος - - -
ἄρχω 3;Ind;Sing ἄρχεται ἦρχε ἄρξηται - -
ἄρχω 2;Plur;Sub - ἄρξησθε - - -
ἄρχω Gen;Masc;Sing - ἀρξαμένου - - -
ἄρχω 1;Ind;Plur ἄρχομεν - - - -
ἄρχω ἄρχειν ἄρξασθαί ἄρξειν - -
ἄρχω Gen;Masc;Plur ἀρχόντων - - - -
ἄρχω Masc;Nom;Plur ἀρχόμενοι ἀρξάμενοι - - -
ἄρχω 2;Ind;Plur - - ἄρξεσθε - -
ἄρχω Acc;Masc;Plur ἄρχοντας - ἀρξομένους - -
ἄρχω 2;Ind;Sing ἄρχεις - - - -
ἄρχω Acc;Masc;Sing - ἀρξάμενον - - -
ἄρχω 3;Opt;Sing ἄρχοιτο - - - -
ἄρχω 3;Plur;Sub - ἄρξωνται - - -
ἄρχω Fem;Gen;Sing - ἀρξάσης - - -
ἄρχω Gen;Neut;Plur ἀρχομένων - - - -
ἄρχω 2;Sing;Sub - ἄρξῃ - - -
ἄρχω Fem;Nom;Sing - ἄρξασα - - -
ἵστημι 3;Ind;Sing ἵσταταί ἔστησεν σταθήσεται εἱστήκει -
ἵστημι Masc;Nom;Plur - σταθέντες - - -
ἵστημι Gen;Masc;Plur - ἑστηκότων - - -
ἵστημι ἵστασθαι στῆσαι - - -
ἵστημι Fem;Nom;Sing - ἑστῶσα - - -
ἵστημι 3;Ind;Plur - ἔστησαν στήσονται εἱστήκεισαν -
ἵστημι 2;Plur;Sub - σταθῆτε - - -
ἵστημι Gen;Neut;Plur - ἑστεώτων - - -
ἵστημι Masc;Nom;Sing - ἑστὼς - - -
ἵστημι 2;Imp;Sing - στῆθι - - -
ἵστημι Acc;Masc;Sing - σταθέντα - - -
ἵστημι 2;Ind;Plur - ἑστήκατε σταθήσεσθε - -
ἵστημι 1;Ind;Sing - ἕστηκα στήσω - -
ἵστημι 2;Imp;Plur - στῆτε - - -
ἵστημι Dat;Masc;Plur - ἑστεῶσι - - -
ἵστημι 3;Sing;Sub - σταθῇ - - -
ἵστημι Acc;Masc;Plur - ἑστῶτας - - -
ἵστημι Gen;Masc;Sing ἱσταμένου στάντος - - -
ἵστημι 1;Ind;Plur ἱστάνομεν ἑστήκαμεν - - -
ἵστημι Dat;Masc;Sing - ἑστεῶτι - - -
ἵστημι Acc;Fem;Plur - στάσας - - -
ἵστημι Neut;Nom;Sing - ἑστὸς - - -
ἵστημι Acc;Neut;Sing - ἑστὸς - - -
ἵστημι 1;Plur;Sub - στήσωμεν - - -
ἵστημι 2;Ind;Sing - ἕστηκας - - -
χράω 1;Ind;Sing - κέχρημαι χρήσομαι - -
χράω χρᾶσθαι χρήσασθαι - - -
χράω Acc;Masc;Plur χρεωμένους χρησαμένους χρησομένους - -
χράω 3;Ind;Sing χρᾷ ἐχρήσθη - ἐκέχρηστο -
χράω 3;Ind;Plur χρέωνται ἐχρήσαντο - - -
χράω Masc;Nom;Sing χρεώμενος χρησάμενος χρησόμενος - -
χράω Dat;Masc;Sing χρεωμένῳ - - - -
χράω Masc;Nom;Plur χρώμενοι χρησάμενοι χρησόμενοι - -
χράω 1;Ind;Plur χρώμεθα ἐχρησάμεθα - - -
χράω 2;Imp;Sing χρῶ χρῆσαι - - -
χράω 3;Plur;Sub χρέωνται χρήσωνται - - -
χράω 3;Sing;Sub χρῆται χρήσηται - - -
χράω 1;Sing;Sub - χρήσωμαι - - -
χράω Acc;Masc;Sing - κεχρημένον - - -
χράω Gen;Masc;Sing - χρησαμένου - - -
χράω Gen;Neut;Sing - κεχρησμένου - - -
χράω Gen;Masc;Plur χρεωμένων - - - -
χράω Dat;Masc;Plur χρεωμένοισι - - - -
χράω Fem;Nom;Sing χρέωσα χρησαμένη - - -
χράω Acc;Neut;Plur - χρησθέντα - - -
χράω Fem;Nom;Plur χρεώμεναι - - - -
χράω Acc;Neut;Sing - χρησθὲν - - -
χράω Neut;Nom;Plur - χρησθέντα - - -
χράω Fem;Gen;Sing - χρησάσης - - -
πορεύομαι Masc;Nom;Sing πορευόμενος πορευθεὶς - - -
πορεύομαι Dat;Masc;Sing πορευομένῳ πορευθέντι - - -
πορεύομαι Masc;Nom;Plur πορευόμενοι πορευθέντες - - -
πορεύομαι πορεύεσθαι πορευθῆναι - - -
πορεύομαι 2;Imp;Sing πορεύου πορεύθητι - - -
πορεύομαι Fem;Nom;Plur - πορευθεῖσαι - - -
πορεύομαι 3;Ind;Sing πορεύεται ἐπορεύετο πορεύσεται - -
πορεύομαι 1;Ind;Sing πορεύομαι ἐπορευόμην πορεύσομαι - -
πορεύομαι Neut;Nom;Sing πορευόμενον - - - -
πορεύομαι 1;Sing;Sub πορεύωμαι πορευθῶ - - -
πορεύομαι 3;Ind;Plur - ἐπορεύοντο πορεύσονται - -
πορεύομαι Gen;Masc;Sing πορευομένου - - - -
πορεύομαι 2;Imp;Plur πορεύεσθε - - - -
πορεύομαι Acc;Masc;Sing πορευόμενον - - - -
πορεύομαι Fem;Gen;Plur πορευομένων - - - -
πορεύομαι 2;Plur;Sub - πορευθῆτε - - -
πορεύομαι Gen;Masc;Plur πορευομένων - - - -
πορεύομαι 2;Ind;Sing - - πορεύσῃ - -
πορεύομαι 1;Ind;Plur - ἐπορευόμεθα - - -
πορεύομαι 3;Plur;Sub - πορευθῶσιν - - -
πορεύομαι Dat;Masc;Plur πορευομένοις - - - -
πορεύομαι Fem;Nom;Sing - πορευθεῖσα - - -
πορεύομαι Acc;Masc;Plur πορευομένους - - - -
γράφω 3;Ind;Sing γράφει γέγραπται - - -
γράφω Gen;Masc;Plur - γεγραμμένων - - -
γράφω 1;Ind;Sing γράφω ἔγραψά γράψω - -
γράφω Neut;Nom;Plur - γεγραμμένα - - -
γράφω Neut;Nom;Sing - γεγραμμένον - - -
γράφω Dat;Neut;Plur - γεγραμμένοις - - -
γράφω 2;Imp;Sing γράφε γράψον - - -
γράφω 1;Sing;Sub - γράψω - - -
γράφω Masc;Nom;Sing - γράψας - - -
γράφω Acc;Neut;Sing - γεγραμμένον - - -
γράφω γράφειν γράψαι - - -
γράφω Acc;Neut;Plur - γεγραμμένα - - -
γράφω 1;Ind;Plur γράφομεν - - - -
γράφω 3;Ind;Plur γράφουσι ἔγραψαν - - -
γράφω Masc;Nom;Plur γράφοντες γράψαντες - - -
γράφω Acc;Fem;Sing - γεγραμμένην - - -
γράφω 2;Ind;Plur - ἐγράψατε - - -
γράφω Acc;Fem;Plur - γεγραμμένας - - -
γράφω 2;Sing;Sub - γράψῃς - - -
γράφω Gen;Neut;Plur - γεγραμμένων - - -